Παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο Τhe Oviedo Cloth (σελ. 84-87) τo oποίο παρουσιάζει ένα υποθετικό σενάριο πλαστογράφησης της Σινδόνης του Τορίνο. Αν και φαίνεται λίγο ακραίο, έχει αρκετό ενδιαφέρον διότι δείχνει ότι ο ισχυρισμός της πλαστότητας δεν είναι τόσο απλός όσο ακούγεται.
Κάποια στιγμή τον έβδομο αιώνα, στην Παλαιστίνη, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου του Ιωάννη, ένας πολύ γνωστός πλαστογράφος θρησκευτικών κειμηλίων είδε την ευκαιρία να βάλει ένα νέο προϊόν στην αγορά – ένα ύφασμα που ήταν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού σώματος του Ιησού. Αυτός ο πλαστογράφος ήταν επίσης ειδικός στην ιατρική και γνώριζε ότι ένας εσταυρωμένος πέθαινε από ασφυξία, και ότι, όταν αυτό συνέβαινε, ειδικά υγρά γέμιζαν τους πνεύμονες του νεκρού σώματος και μπορούσαν να εξέλθουν από την μύτη αν το σώμα μετακινηθεί. Ο μόνος τρόπος να πάρει αυτό το αποτέλεσμα στο ύφασμα ήταν να επαναλάβει την διαδικασία, έτσι αυτό ακριβώς έκανε. Σταύρωσε έναν εθελοντή, απορρίπτοντας εκείνους τους υποψηφίους που δεν πληρούσαν τις σωστές προϋποθέσεις – πρησμένη μύτη και μάγουλα, διχαλωτή γενειάδα για να λεκιάσει το ύφασμα, κλπ. Όταν κατέβασε το σώμα από τον σταυρό, το ταρακούνησε λίγο με την βοήθεια κάποιων φίλων, κρατώντας το διπλωμένο ύφασμα στην μύτη του νεκρού εθελοντή έτσι ώστε οι επόμενες γενιές να μπορούν να δουν το περίγραμμα των δαχτύλων του. Κόλλησε ακόμη και μερικά αγκάθια στο πίσω μέρος του λαιμού του νεκρού, γνωρίζοντας ότι οι κυνηγοί λειψάνων θα ψάξουν για τις κηλίδες αίματος από το ακάνθινο στεφάνι.
Όντας εύγλωττος άνθρωπος, έπεισε τους άλλους ότι αυτό το κατά τ’ άλλα άχρηστο κομμάτι ύφασμα δεν είχε βαφτεί με τίποτα λιγότερο από το αίμα και το πλευριτικό υγρό του Χριστού, και γι’ αυτό φυλασσόταν στα Ιεροσόλυμα μαζί με άλλα κειμήλια, θεωρούμενο τόσο γνήσιο και πνευματικά πολύτιμο που άξιζε να το σώσουν πρώτα από τους εισβολείς Πέρσες και αργότερα από τους Άραβες.
Μερικούς αιώνες αργότερα, κάπου μεταξύ του 1260 και του 1390, ένας άλλος επαγγελματίας πλαστογράφος, επίσης ειδικός στα θρησκευτικά κειμήλια, αποφάσισε ότι ο καιρός ήταν ώριμος για κάτι νέο, κάτι πραγματικά πειστικό. Κυκλοφορούσε πλήθος κειμηλίων διαφόρων αγίων σ’ όλη την Ευρώπη, οστά, κρανία, μανδύες, αλλά όχι, ήθελε κάτι πραγματικά πρωτότυπο. Σκέφτηκε διάφορες δυνατότητες, το ακάνθινο στεφάνι, τα καρφιά της σταύρωσης, το τραπεζομάντηλο από τον μυστικό δείπνο, και μετά ξαφνικά του ήρθε – το ταφικό σάβανο του Ιησού! Και όχι μόνον αυτό, αλλά θα έβαζε επίσης μια εικόνα στο Σάβανο, την εικόνα του ανθρώπου που είχε τυλίξει το Σάβανο!
Το πρώτο βήμα ήταν δύσκολο. Όντας ειδικός στα κλωστοϋφαντουργικά (μία από τις πολλές ειδικότητές του, με τις άλλες να είναι η γύρη, οι ομάδες αίματος της Μέσης Ανατολής, τα νομίσματα επί Τιβέριου, η φωτογραφία, τα ρωμαϊκά μαστίγια και τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια), χρειαζόταν λινό ειδικού είδους, χαρακτηριστικό της Μέσης Ανατολής τον πρώτο αιώνα. Μόλις το παρήγγειλε, το δίπλωσε πριν αρχίσει να δουλεύει, διότι ένας γείτονας του είπε ότι ένα τέτοιο ύφασμα θα ήταν διπλωμένο και κρυμμένο σ’ έναν τοίχο στην Έδεσσα για μερικές εκατοντάδες χρόνια, έτσι η εικόνα θα ήταν ασυνεχής σε μερικές διπλώσεις.
Αφήνοντας το ύφασμα διπλωμένο, ταξίδεψε στο Οβιέδο στα βόρεια της Ισπανίας, όπου ήξερε ότι ένας πρόδρομος στην τέχνη του είχε αφήσει ένα ύφασμα με κηλίδες αίματος του Ιησού. Παίρνοντας άδεια να αναλύσει το σουδάριο, έλεγξε πρώτα την ομάδα αίματος – AB βεβαίως, κοινή στην Μέση Ανατολή και σχετικά σπάνια στην Ευρώπη – μετά έφτιαξε ένα ακριβές σχέδιο των κηλίδων (παραλείποντας με προσοχή εκείνες που θα είχαν ήδη πήξει όταν χρησιμοποιήθηκε το σουδάριο), έτσι ώστε οι κηλίδες του να συμπίπτουν ακριβώς.
Μετά το ταξίδι του στο Οβιέδο, έκανε μια περιοδεία στην σημερινή Τουρκία, σχηματίζοντας ένα σύνθετο πορτρέτο του Ιησού απ’ όλα τα εικονίσματα, νομίσματα και εικόνες που μπορούσε να βρει. Εξ άλλου, χρειαζόταν οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι η Σινδόνη του υπήρχε για πάνω από χίλια χρόνια, και ότι οι καλλιτέχνες την είχαν χρησιμοποιήσει ως πηγή έμπνευσης για να ζωγραφίσουν τον Χριστό. Δεν καταλάβαινε τι ήταν μερικά από τα σημάδια, το τετράγωνο ανάμεσα στα μάτια, η γραμμή στον λαιμό, αλλά σκέφτηκε ότι καλλίτερα να τα βάλει ούτως ή άλλως. Δεν ήθελε να κατηγορηθεί για αμέλεια, επειδή ήταν ένας διεθνώς διάσημος πλαστογράφος και είχε μια φήμη να προστατεύσει.
Μόλις γύρισε σπίτι, με κάποιο τρόπο βρήκε λίγο αίμα (AB φυσικά) και αποφάσισε να αρχίσει το έργο τέχνης του με τις κηλίδες αίματος, πριν καν φτιάξει την εικόνα του σώματος. Δυστυχώς δεν υπολόγισε σωστά τις αναλογίες και οι κηλίδες από τα καρφιά εμφανίστηκαν στον καρπό αντί για τις παλάμες, όπου ο καθένας τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήξερε ότι βρίσκονταν. «Λοιπόν», σκέφτηκε, «είναι απλά θέμα λίγων εκατοστών, δεν θα το προσέξει κανείς.»
Τώρα, ακόμη και ο παντογνώστης συγγραφέας απαγορεύεται να εισέλθει στο μυστικό δωμάτιο στο οποίο ο πλαστογράφος «ζωγραφίζει» την εικόνα του Χριστού, ένα τέλειο τρισδιάστατο αρνητικό, χωρίς χρώμα ή κατεύθυνση. Η μέθοδός του ήταν τόσο μυστική που την πήρε στον τάφο μαζί του.
Μετά από μερικές ώρες, άνοιξε την πόρτα και κάλεσε την σύζυγό του, η οποία ήταν απασχολημένη με την προετοιμασία του δείπνου στην κουζίνα.
«Πώς σου φαίνεται;»
«Δεν είναι κακό. Αλλά ξέχασες τους αντίχειρες.»
«Δεν τους ξέχασα. Δεν ξέρεις ότι αν ένα καρφί καταστρέψει τα νεύρα στον καρπό, οι αντίχειρες στρέφονται προς την παλάμη, έτσι ώστε να μην μπορείς να τους δεις;»
«Μα δεν πέρασαν τα καρφιά από τις παλάμες;»
«Ε ναι, αλλά έβαλα πρώτα το αίμα και δεν πέτυχα την σωστή απόσταση.»
«Α, αν είναι έτσι... και τι γίνεται με την γύρη;»
«Ποια γύρη;»
«Αν η Σινδόνη ήταν στην Παλαιστίνη, στην Έδεσσα, και ας υποθέσουμε ότι πέρασε και από την Κωνσταντινούπολη, χρειάζεται γύρη απ’ όλα αυτά τα μέρη».
Στον πλαστογράφο μας άρεσε η ιδέα, πήρε γύρη από όλα τα μέρη που υπέδειξε η σύζυγός του και τα άπλωσε απαλά σε όλη την Σινδόνη του.
Και μετά, η τελευταία πινελιά. Δύο νομίσματα από την εποχή του Χριστού, κομμένα από τον αυτοκράτορα Τιβέριο, για να τοποθετηθούν στα μάτια του ανθρώπου. Ο άνθρωπός μας είχε επίσης αίσθηση του χιούμορ – αποφάσισε τα νομίσματα να μπουν στην εικόνα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ορατά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.
Μια τέτοια ιστορία, ακόμη και χωρίς τους εξωραϊσμούς, είναι πιο απίστευτη από την αυθεντικότητα της Σινδόνης.
Όντας εύγλωττος άνθρωπος, έπεισε τους άλλους ότι αυτό το κατά τ’ άλλα άχρηστο κομμάτι ύφασμα δεν είχε βαφτεί με τίποτα λιγότερο από το αίμα και το πλευριτικό υγρό του Χριστού, και γι’ αυτό φυλασσόταν στα Ιεροσόλυμα μαζί με άλλα κειμήλια, θεωρούμενο τόσο γνήσιο και πνευματικά πολύτιμο που άξιζε να το σώσουν πρώτα από τους εισβολείς Πέρσες και αργότερα από τους Άραβες.
Μερικούς αιώνες αργότερα, κάπου μεταξύ του 1260 και του 1390, ένας άλλος επαγγελματίας πλαστογράφος, επίσης ειδικός στα θρησκευτικά κειμήλια, αποφάσισε ότι ο καιρός ήταν ώριμος για κάτι νέο, κάτι πραγματικά πειστικό. Κυκλοφορούσε πλήθος κειμηλίων διαφόρων αγίων σ’ όλη την Ευρώπη, οστά, κρανία, μανδύες, αλλά όχι, ήθελε κάτι πραγματικά πρωτότυπο. Σκέφτηκε διάφορες δυνατότητες, το ακάνθινο στεφάνι, τα καρφιά της σταύρωσης, το τραπεζομάντηλο από τον μυστικό δείπνο, και μετά ξαφνικά του ήρθε – το ταφικό σάβανο του Ιησού! Και όχι μόνον αυτό, αλλά θα έβαζε επίσης μια εικόνα στο Σάβανο, την εικόνα του ανθρώπου που είχε τυλίξει το Σάβανο!
Το πρώτο βήμα ήταν δύσκολο. Όντας ειδικός στα κλωστοϋφαντουργικά (μία από τις πολλές ειδικότητές του, με τις άλλες να είναι η γύρη, οι ομάδες αίματος της Μέσης Ανατολής, τα νομίσματα επί Τιβέριου, η φωτογραφία, τα ρωμαϊκά μαστίγια και τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια), χρειαζόταν λινό ειδικού είδους, χαρακτηριστικό της Μέσης Ανατολής τον πρώτο αιώνα. Μόλις το παρήγγειλε, το δίπλωσε πριν αρχίσει να δουλεύει, διότι ένας γείτονας του είπε ότι ένα τέτοιο ύφασμα θα ήταν διπλωμένο και κρυμμένο σ’ έναν τοίχο στην Έδεσσα για μερικές εκατοντάδες χρόνια, έτσι η εικόνα θα ήταν ασυνεχής σε μερικές διπλώσεις.
Αφήνοντας το ύφασμα διπλωμένο, ταξίδεψε στο Οβιέδο στα βόρεια της Ισπανίας, όπου ήξερε ότι ένας πρόδρομος στην τέχνη του είχε αφήσει ένα ύφασμα με κηλίδες αίματος του Ιησού. Παίρνοντας άδεια να αναλύσει το σουδάριο, έλεγξε πρώτα την ομάδα αίματος – AB βεβαίως, κοινή στην Μέση Ανατολή και σχετικά σπάνια στην Ευρώπη – μετά έφτιαξε ένα ακριβές σχέδιο των κηλίδων (παραλείποντας με προσοχή εκείνες που θα είχαν ήδη πήξει όταν χρησιμοποιήθηκε το σουδάριο), έτσι ώστε οι κηλίδες του να συμπίπτουν ακριβώς.
Μετά το ταξίδι του στο Οβιέδο, έκανε μια περιοδεία στην σημερινή Τουρκία, σχηματίζοντας ένα σύνθετο πορτρέτο του Ιησού απ’ όλα τα εικονίσματα, νομίσματα και εικόνες που μπορούσε να βρει. Εξ άλλου, χρειαζόταν οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι η Σινδόνη του υπήρχε για πάνω από χίλια χρόνια, και ότι οι καλλιτέχνες την είχαν χρησιμοποιήσει ως πηγή έμπνευσης για να ζωγραφίσουν τον Χριστό. Δεν καταλάβαινε τι ήταν μερικά από τα σημάδια, το τετράγωνο ανάμεσα στα μάτια, η γραμμή στον λαιμό, αλλά σκέφτηκε ότι καλλίτερα να τα βάλει ούτως ή άλλως. Δεν ήθελε να κατηγορηθεί για αμέλεια, επειδή ήταν ένας διεθνώς διάσημος πλαστογράφος και είχε μια φήμη να προστατεύσει.
Μόλις γύρισε σπίτι, με κάποιο τρόπο βρήκε λίγο αίμα (AB φυσικά) και αποφάσισε να αρχίσει το έργο τέχνης του με τις κηλίδες αίματος, πριν καν φτιάξει την εικόνα του σώματος. Δυστυχώς δεν υπολόγισε σωστά τις αναλογίες και οι κηλίδες από τα καρφιά εμφανίστηκαν στον καρπό αντί για τις παλάμες, όπου ο καθένας τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήξερε ότι βρίσκονταν. «Λοιπόν», σκέφτηκε, «είναι απλά θέμα λίγων εκατοστών, δεν θα το προσέξει κανείς.»
Τώρα, ακόμη και ο παντογνώστης συγγραφέας απαγορεύεται να εισέλθει στο μυστικό δωμάτιο στο οποίο ο πλαστογράφος «ζωγραφίζει» την εικόνα του Χριστού, ένα τέλειο τρισδιάστατο αρνητικό, χωρίς χρώμα ή κατεύθυνση. Η μέθοδός του ήταν τόσο μυστική που την πήρε στον τάφο μαζί του.
Μετά από μερικές ώρες, άνοιξε την πόρτα και κάλεσε την σύζυγό του, η οποία ήταν απασχολημένη με την προετοιμασία του δείπνου στην κουζίνα.
«Πώς σου φαίνεται;»
«Δεν είναι κακό. Αλλά ξέχασες τους αντίχειρες.»
«Δεν τους ξέχασα. Δεν ξέρεις ότι αν ένα καρφί καταστρέψει τα νεύρα στον καρπό, οι αντίχειρες στρέφονται προς την παλάμη, έτσι ώστε να μην μπορείς να τους δεις;»
«Μα δεν πέρασαν τα καρφιά από τις παλάμες;»
«Ε ναι, αλλά έβαλα πρώτα το αίμα και δεν πέτυχα την σωστή απόσταση.»
«Α, αν είναι έτσι... και τι γίνεται με την γύρη;»
«Ποια γύρη;»
«Αν η Σινδόνη ήταν στην Παλαιστίνη, στην Έδεσσα, και ας υποθέσουμε ότι πέρασε και από την Κωνσταντινούπολη, χρειάζεται γύρη απ’ όλα αυτά τα μέρη».
Στον πλαστογράφο μας άρεσε η ιδέα, πήρε γύρη από όλα τα μέρη που υπέδειξε η σύζυγός του και τα άπλωσε απαλά σε όλη την Σινδόνη του.
Και μετά, η τελευταία πινελιά. Δύο νομίσματα από την εποχή του Χριστού, κομμένα από τον αυτοκράτορα Τιβέριο, για να τοποθετηθούν στα μάτια του ανθρώπου. Ο άνθρωπός μας είχε επίσης αίσθηση του χιούμορ – αποφάσισε τα νομίσματα να μπουν στην εικόνα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ορατά μόνο με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.
Μια τέτοια ιστορία, ακόμη και χωρίς τους εξωραϊσμούς, είναι πιο απίστευτη από την αυθεντικότητα της Σινδόνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με greeklish δεν γίνονται δεκτά.