Translate

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Οι αγιογραφίες του Χριστού




Η Σινδόνη του Τορίνο αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της ανθρωπότητας. Εκατομμύρια μελετητές την έχουν μελετήσει για να καταλάβουν κάτι παραπάνω για την προέλευση και την αυθεντικότητά της. Επειδή σε αυτό το μακρύ λινό ύφασμα δεν υπάρχει μόνο μια εικόνα· υπάρχει η μορφή ενός άνδρα, του οποίου τα μάτια είναι κλειστά. Σε ποιον ανήκει αυτή η μορφή; Ας ρωτήσουμε τους ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν. Το Σάβανο δεν είναι ένα αντικείμενο της σύγχρονης εποχής· υπήρχε ήδη κατά τον Μεσαίωνα, το γνωρίζουμε χάρη σε αρχαίες πηγές. Ξαφνικά εμφανίστηκε, σαν φάντασμα, το 1389, στην μικρή γαλλική πόλη Lirey. Όσοι έζησαν εκείνη την περίοδο, πίστευαν ότι ήταν το σάβανο του Ιησού Χριστού. Οπότε, η Σινδόνη του Τορίνο μπορεί να είναι ένα λείψανο, ή καλύτερα, το κατ’ εξοχήν Λείψανο.

Γιατί τότε εξακολουθούν να υπάρχουν τόσες αμφιβολίες; Γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτό το αντικείμενο είναι μια μεσαιωνική απάτη;

Κατά τον Μεσαίωνα, η θρησκεία, ο μύθος και η πραγματικότητα, συχνά συνδέονταν στενά· οι άνθρωποι δεν νοιάζονταν να αποδείξουν ότι αυτό που πίστευαν ήταν αλήθεια ή όχι. Μετά, ήρθαν οι σύγχρονοι καιροί. Και η Σινδόνη του Τορίνο δεν σταμάτησε να εγείρει ερωτήσεις και αμφιβολίες.

Πολλοί μελετητές προσπάθησαν να καταλάβουν εάν η Ιερά Σινδόνη μπορεί πραγματικά να ταυτιστεί με το σάβανο του Ιησού. Και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν δεν είναι τόσο διαφορετικά από εκείνα των αρχαίων: η εικόνα στο λινό είναι ενός ανθρώπου ο οποίος βασανίστηκε και σταυρώθηκε, και το κεφάλι του είχε ένα ακάνθινο στεφάνι. Τα πάντα σε αυτήν την εικόνα θυμίζουν αυτά που λέει το Ευαγγέλιο για το Πάθος του Ιησού Χριστού. Αυτό που είναι πιο εκπληκτικό είναι ότι η εικόνα είναι τρισδιάστατη, όπως μια φωτογραφία· αλλά τον Μεσαίωνα, η εφεύρεση της φωτογραφίας ήταν πολύ μακριά.

Έτσι, όλα φαίνονται ξεκάθαρα: ο άνθρωπος της Σινδόνης είναι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ. Αλλά όχι, τίποτα δεν είναι τόσο εύκολο όταν μιλάμε για την Ιστορία. Το 1988, η Ιερά Σινδόνη αναλύθηκε με ραδιοχρονολόγηση. Και το αποτέλεσμα αυτής της εξέτασης ακούγεται σαν ετυμηγορία: η Σινδόνη δεν ήταν παλαιότερη του 14ου αιώνα. Η αποκάλυψη αυτή φάνηκε να σημαίνει το τέλος των μελετών σχετικά με την Σινδόνη του Τορίνο. Το σάβανο του Χριστού έπρεπε να αναζητηθεί αλλού.

Αλλά η Σινδόνη είναι ένα πολύ ιδιαίτερο αντικείμενο· και οι σχετικές μελέτες συνεχίστηκαν, και μέρα με την μέρα προέκυπταν στοιχεία που φαινόταν να αποδεικνύουν ότι το Ιερό Ύφασμα ήταν πολύ παλαιό. Επί πλέον, η χρονολόγηση με άνθρακα μπορεί να εφαρμοστεί μόνον σε μη μολυσμένα στοιχεία· και το σάβανο δεν είναι αμόλυντο, επειδή ήρθε σε επαφή με φωτιά και με τα στοιχεία της αφοσίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων. Έτσι οι μελέτες για την Σινδόνη είναι ακόμα σε εξέλιξη, και ίσως να μην τελειώσουν ποτέ.

Αλλά υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι η Σινδόνη ήταν το ταφικό σάβανο του Χριστού; Γιατί ο Geoffrey III de Charny, ο πρώτος που εξέθεσε το σάβανο στο Lirey, το παρουσίασε ως την πραγματική εικόνα του σώματος και του προσώπου του Χριστού;

Ας δούμε το πρόσωπο του Ανθρώπου στο Σάβανο: θυμίζει ακριβώς το πρόσωπο του Χριστού στην τέχνη. Μπορούμε να σκεφτούμε ότι οι καλλιτέχνες του Μεσαίωνα ήταν τόσο σίγουροι ότι βρήκαν την πραγματική εικόνα του Ιησού, ώστε την έκαναν το μοναδικό πρότυπο των έργων τέχνης.

Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται. Αυτά τα έργα δεν μπορούν να χρονολογηθούν όλα στον Μεσαίωνα: πολλά είναι πολύ παλαιότερα, όχι μακριά από την εποχή του Ιησού από την Ναζαρέτ.

Κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι ο μυστηριώδης «εφευρέτης» του Σαβάνου έφτιαξε αυτήν την εικόνα όμοια με εκείνες των έργων τέχνης. Αλλά ούτε αυτή η λύση είναι υπεράνω υποψίας: πολλές από αυτές τις εικόνες δεν ήταν γνωστές κατά τον Μεσαίωνα, επειδή ανακαλύφθηκαν από τους αρχαιολόγους μόλις λίγα χρόνια πριν (όπως το αργυρό αγγείο της Χομς).

Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, ο Ιησούς δεν αναπαρίστατο σύμφωνα με ένα μοναδικό μοντέλο: συχνά αναπαρίστατο ως ένας νεαρός άνδρας, με κοντά μαλλιά και αγένειος. Μόνο μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ. όλα άλλαξαν: οι καλλιτέχνες άρχισαν να αναπαριστούν τον Χριστό με μακριά γενειάδα και μακριά μαλλιά. Το πιο παράξενο είναι ότι το πρόσωπό του δεν αναπαρίστατο πλέον ως κάτι τέλειο (όπως θα ήταν φυσικό για την αναπαράσταση του Θεού), αλλά ήταν γεμάτο ατέλειες και ασυμμετρίες: Η μύτη του ήταν στραβή, το ένα μάγουλο ήταν μεγαλύτερο από το άλλο, είχε οφθαλμική κόγχη, και στο μέτωπό του ήταν συχνά μια παράξενη μικρή τούφα. Φαινόταν σαν οι καλλιτέχνες να ήθελαν να αναπαράγουν στο πρόσωπό του τα σημάδια του Πάθους.

Με ποιον μοιάζει το πρόσωπο του Χριστού στα αρχαία έργα τέχνης; Με τον Άνθρωπο της Σινδόνης. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, επειδή υποστηρίζει την θεωρία ότι το σάβανο υπάρχει από πολύ παλιά. Η ομοιότητα μεταξύ αυτών των εικόνων είναι προφανής. Αλλά υπάρχουν άλλα στοιχεία που να στηρίζουν την θεωρία της προέλευσης των παλαιότερων εικόνων του Χριστού από την Σινδόνη του Τορίνο;

Επειδή η συγγραφέας του βιβλίου είναι Αρχαιολόγος και Παλαιοντολόγος, προσπάθησε να αναλύσει αρχαίες πηγές και έγγραφα, προκειμένου να καταλάβει αν μπορούσε να στηριχθεί αυτή η θέση. Μελέτησε την ιστορία όσων παρακολούθησαν την ολοκλήρωση αυτών των έργων (οπότε και την ιστορία των καλλιτεχνών και όσων ανέθεσαν τα κτήρια, οι οποίοι ήταν συχνά βασιλείς και αυτοκράτορες). Η ανάλυση αυτή οδήγησε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα: όλες αυτές οι εικόνες έχουν κατά κάποιο τρόπο μια ιστορική σύνδεση με την Ιερά Σινδόνη.

Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, για την εικόνα του Παντοκράτορος της μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά: σε αυτήν την εικόνα, το πρόσωπο του Χριστού είναι πολύ όμοιο με εκείνο του Ανθρώπου στο Σάβανο.





Η εικόνα αυτή ήταν δώρο του Ιουστινιανού Α΄ στους μοναχούς του Σινά. Είναι πιθανόν ο Αυτοκράτορας να γνώριζε την Ιερά Σινδόνη;

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει να αναλύσουμε μια θεωρία σύμφωνα με την οποία η ιστορία της Σινδόνης συνδέεται με την ιστορία ενός άλλου λειψάνου, του Μανδηλίου. Σύμφωνα με τον θρύλο, ήταν ένα λινό ύφασμα στο οποίο ο Ιησούς εντύπωσε το σχήμα του προσώπου Του, για να ικανοποιήσει τον Άβγαρο, βασιλιά της συριακής πόλης της Έδεσσας.

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το Σάβανο και το Μανδήλιον είναι το ίδιο αντικείμενο· παρ’ όλα αυτά, αυτή μπορεί να είναι μια πιθανή διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου να καταλάβουμε πού ήταν η Ιερά Σινδόνη πριν το 1359. Σίγουρα η ιστορία του Αβγάρου είναι θρύλος, αλλά πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι υπάρχουν ορισμένα ιστορικά στοιχεία σε αυτόν.

Για τον λόγο αυτό, στην παρούσα έρευνα η Σινδόνη θα ταυτιστεί με το Μανδήλιον (ονομάζεται επίσης αχειροποίητον, εικόνα που δεν έγινε από ανθρώπινα χέρια), επίσης σύμφωνα με τις δηλώσεις των παλαιοτέρων που το περιέγραψαν με τις ίδιες λέξεις που θα χρησιμοποιούσαμε αν μιλάγαμε για την Ιερά Σινδόνη.

Το Μανδήλιον, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, επανεμφανίστηκε στην πόλη της Έδεσσας ακριβώς τον 6ο αιώνα μ.Χ.: γνωρίζουμε ήδη ότι η παραδοσιακή εικονογράφηση του γενειοφόρου Χριστού εξαπλώθηκε ακριβώς τον 6ο αιώνα. Ίσως αυτό δεν είναι μόνο μια σύμπτωση.

Αλλά πώς μπορούσε ο Ιουστινιανός να ξέρει το Μανδήλιον; Ένας από τους ιστορικούς του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος Καισαρείας, μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας είχε χορηγήσει τεράστιες παρεμβάσεις στην πόλη της Έδεσσας, μετά την τρομερή υπερχείλιση του ποταμού Σκίρτου. Τα αρχαία χρονικά αφηγούνται ότι το Μανδήλιον ήταν κρυμμένο στα τείχη της πόλης προκειμένου να την προστατεύσει από τους διωγμούς των Χριστιανών. Ίσως το αχειροποίητον προέκυψε ακριβώς σ’ αυτήν την περίπτωση, και με τον τρόπο αυτό ο Ιουστινιανός το έμαθε. Ο Αυτοκράτορας πρέπει να κατάλαβε την μεγάλη σημασία αυτής της εικόνας: ήθελε να είναι το πρότυπο για το εικόνισμα που θα έδινε στους μοναχούς του Σινά.

Ο Ιουστινιανός ωστόσο, δεν ταυτοποίησε το Μανδήλιον ως το σάβανο του Ιησού. Αλλά αυτό δεν πρέπει να ακούγεται πολύ παράξενο: κατά τους πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, δεν θα ήταν κατάλληλο να εκτεθεί η εικόνα ενός γυμνού σώματος σε λαϊκό προσκύνημα. Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι για πολλούς αιώνες οι θεατές μπορούσαν να δουν μόνον το πρόσωπο του σώματος εντυπωμένο στο Μανδήλιον· για τον λόγο αυτό, ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί ως επιτύμβιο σάβανο. Θα μπορούσε να είναι ο λόγος για τον οποίο, στον θρύλο του Αβγάρου, λέγεται ότι ο Ιησούς εντύπωσε μόνο την εικόνα του προσώπου Του στο ύφασμα.

Έτσι, ο Ιουστινιανός ήταν ο πρώτος που ήθελε το Μανδήλιον (άρα την Σινδόνη;) να χρησιμοποιηθεί ως το πρότυπο για την αναπαράσταση του προσώπου του Σωτήρα. Γρήγορα τον μιμήθηκε ένας από τους διαδόχους του, ο Ιουστινιανός Β΄, ο οποίος αναπαρέστησε τον Ιησού σύμφωνα με την νέα εικονογραφία όχι σε μια εικόνα, αλλά σ’ ένα κέρμα, το χρυσό solidus.





Ακόμη και αν είναι ένα μικρό νόμισμα, μπορούμε εύκολα να δούμε πόσο εντυπωσιακή είναι η ομοιότητα ανάμεσα στο πρόσωπο του Χριστού και αυτό του Ανθρώπου της Σινδόνης.

Μετά τον Ιουστινιανό Β΄, μπορούμε να βρούμε την νέα εικονογραφία σε διάφορα νομίσματα των διαδόχων του: φαίνεται να υπήρχε μόνον ένα δυνατό πρότυπο για την αναπαράσταση του Χριστού, ένα καθολικό πρότυπο, και αντιστοιχούσε στην εικόνα της Ιεράς Σινδόνης.

Όπως γνωρίζουμε, η Έδεσσα βρισκόταν στην Συρία. Όχι πολύ μακριά από εκεί, σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Έμεσα (σήμερα Χομς), πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε ένα θαυμάσιο ασημένιο αγγείο, με την εικόνα του προσώπου του Ιησού, εκπληκτικά παρόμοιο με εκείνο του Ανθρώπου του Σαβάνου.





Οι μελετητές που μελέτησαν αυτό το αντικείμενο πιστεύουν ότι προήλθε από το Βυζάντιο, όπου, όπως είδαμε, το Μανδήλιον ήταν γνωστό τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα. Επί πλέον, η Έμεσα δεν ήταν μακριά από την Έδεσσα: ίσως οι καλλιτέχνες που δημιούργησαν αυτό το αγγείο να είδαν απ’ ευθείας το Μανδήλιον στην πόλη του Αβγάρου.

Μπορούμε να δούμε ότι το πρότυπο της Ιεράς Σινδόνης άρχισε να εξαπλώνεται γρήγορα σε όλο τον ανατολικό χριστιανικό κόσμο. Η σημασία αυτού του λειψάνου είχε μεγαλώσει, και οι αυτοκράτορες της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την παραμονή του στην μακρινή πόλη της Έδεσσας.

Έτσι, τον 10ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός, μάλλον κατά υπόδειξη του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, ήθελε το αχειροποίητον να μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη. Δεν ήταν εύκολο να πείσει τους κατοίκους της Έδεσσας να παραιτηθούν από ένα τόσο σημαντικό αντικείμενο λατρείας· αλλά στο τέλος η πόλη κατακλύστηκε από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, και το 944 το Μανδήλιον μεταφέρθηκε στην Κων/πολη με μια μεγάλη τελετή· παρέμεινε στην αυτοκρατορική πόλη μέχρι την Τέταρτη Σταυροφορία.

Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ήταν ειλικρινά αφοσιωμένος στο Μανδήλιον: συνέταξε μια ομιλία όπου είπε ότι η εικόνα στο ύφασμα ήταν ξεθωριασμένη, όχι χρωματισμένη. Αυτά τα λόγια θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε την Σινδόνη του Τορίνο.

Μια άλλη εικόνα του προσώπου του Χριστού που είναι πολύ παρόμοια με εκείνη της Σινδόνης προέρχεται από την πόλη της Θεσσαλονίκης: η εικόνα είναι μία από τις τοιχογραφίες του ναού της Παναγίας της Χαλκηδόνος. Εδώ το πρόσωπο του Παντοκράτορος φαίνεται να ιχνογραφείται από εκείνο του Ανθρώπου της Σινδόνης.




Ποιος κόσμησε αυτή την υπέροχη Εκκλησία; Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, οι καλλιτέχνες που δημιούργησαν τις τοιχογραφίες ήρθαν από το Βυζάντιο, όπου μάλλον είχαν δει και αντιγράψει την εικόνα του Μανδηλίου. Η εκκλησία κτίστηκε χάρη στον Χριστόφορο, έναν βυζαντινό αξιωματούχο: σίγουρα θα μπορούσε να δει το αχειροποίητον στην πρωτεύουσα, και ήθελε να είναι το πρότυπο για το πρόσωπο του Χριστού. Στην εκκλησία αυτή υπάρχει επίσης μια άλλη ενδιαφέρουσα εικόνα: η Ετοιμασία. Αυτή ήταν η αναπαράσταση ενός θρόνου με τα λείψανα της Ζωής και των Παθών του Χριστού πάνω του. Συμβόλιζε ότι όλα αυτά τα λείψανα βρίσκονταν στα χέρια των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η αναπαράσταση μπορεί να βρεθεί σε όλα σχεδόν τα μέρη όπου υπάρχει μια εικόνα του Ιησού παρόμοια με εκείνη της Σινδόνης. Ίσως οι δύο εικόνες να τοποθετούνταν πάντοτε μαζί διότι και το Μανδήλιον ήταν ένα λείψανο, και, όπως τα άλλα, ανήκε στους αυτοκράτορες της Ανατολής.

Ας αναλύσουμε τώρα μια άλλη εικόνα παρόμοια με εκείνη του Σαβάνου: αυτή την φορά πρέπει να πάμε στην μακρινή πόλη του Κιέβου, όπου, μεταξύ του 10ου και 11ου αιώνα, μια δυναστεία Σλάβων πριγκίπων είχε δημιουργήσει μια μεγάλη αυτοκρατορία.





Ο τρούλος του καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας καλύπτεται από την μεγαλοπρεπή εικόνα του Παντοκράτορος. Το σχήμα του προσώπου του Χριστού (η στραβή μύτη, τα έντονα καμπύλα φρύδια, τα διαφορετικά μάγουλα, το στρογγυλό πηγούνι) είναι όμοιο με αυτό του Ανθρώπου στο Σάβανο. Το πιο εκπληκτικό είναι η σύμπτωση των αναλογιών αυτών των εικόνων.

Και σ’ αυτή την περίπτωση οι καλλιτέχνες που έφτιαξαν την εικόνα ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη. Αλλά υπάρχει και μια άλλη σύνδεση μεταξύ του Παντοκράτορος της Αγίας Σοφίας και του Μανδηλίου: λίγα χρόνια πριν χτιστεί η εκκλησία, η πριγκίπισσα Όλγα, η οποία κυβερνούσε, είχε πάει στο Βυζάντιο για να βαφτιστεί. Και ο νονός της ήταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, ο οποίος ήταν, όπως είδαμε, από τους πιο ένθερμα αφοσιωμένους στο Μανδήλιον. Η πριγκίπισσα Όλγα μπορεί να ήλθε σε επαφή με αυτό το λείψανο στο ταξίδι της. Επίσης στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας υπάρχει μια εικόνα της Ετοιμασίας.

Κατά την διάρκεια αυτής της διαδρομής μέσα στους αιώνες, μπορούμε να δούμε ότι φαίνεται να υπάρχει μια λεπτή γραμμή που ενώνει τους ανθρώπους και τις εικόνες με την Ιερά Σινδόνη.

Η νέα εικονογραφία του προσώπου του Χριστού δεν απλώθηκε μόνον στην Ανατολή: σύντομα έφτασε και στην Δύση, και η πρώτη εμφάνιση βρίσκεται στην ιταλική εκκλησία της Santa Maria foris portas, στην μικρή πόλη Castelseprio, κοντά στο Βαρέζε.





Οι μελετητές δεν συμφωνούν στην χρονολόγηση αυτής της εκκλησίας: σύμφωνα με κάποιον, χτίστηκε σε μια πολύ αρχαία εποχή, περί τον 6ο αιώνα, αλλά άλλοι πιστεύουν ότι χτίστηκε μετά τον 10ο αιώνα. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι ότι και σε αυτό το μέρος υπάρχει μια εικόνα του προσώπου του Ιησού, που είναι πολύ παρόμοιο με εκείνο του Ανθρώπου στο Σάβανο. Οι μελετητές συμφωνούν σχετικά με την προέλευση των καλλιτεχνών που έφτιαξαν αυτή την εικόνα: ήρθαν, πάλι, από το Βυζάντιο.

Γνωρίζουμε επίσης ότι το οικοδόμημα είχε ανατεθεί από έναν αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας, ο οποίος είχε βαθειά γνώση της Αγίας Γραφής και των θεολογικών υποθέσεων. Είναι πολύ πιθανό ότι ήξερε το Μανδήλιον, το οποίο είχε γίνει ένα από τα πιο σημαντικά λείψανα του χριστιανικού κόσμου: δεν είχε ακόμα ταυτιστεί με την Ιερά Σινδόνη, αλλά οι άνθρωποι πίστευαν ότι η εικόνα πάνω του είχε δημιουργηθεί από τον Ιησού Χριστό.

Το ταξίδι μας τελειώνει σε ένα μέρος μακριά από το Βυζάντιο: την νορμανδική Σικελία. Σε κάθε εκκλησία που ιδρύθηκε από τους βασιλείς της δυναστείας Altavilla, υπάρχει τουλάχιστον μια εικόνα του προσώπου του Παντοκράτορος παρόμοια με τον Άνθρωπο στο Σάβανο.

Ας δούμε για παράδειγμα την έξοχη εικόνα της εκκλησίας της Santa Maria dell’ Ammiraglio (ονομάζεται επίσης Μαρτοράνα) στο Παλέρμο, ή εκείνη στο Monreale Dome. Η εικόνα του Παντοκράτορος σε όλες αυτές τις εκκλησίες διαχέεται στο κτήριο, και δείχνει μια τέλεια αντιστοιχία με την εικόνα της Σινδόνης του Τορίνο.











Πώς θα μπορούσαν οι Νορμανδοί βασιλιάδες να ξέρουν το Μανδήλιον; Στην αρχαιότητα, κάποιος που δημιουργούσε ένα νέο βασίλειο συχνά προσπαθούσε να μιμηθεί ένα ήδη υπάρχον, προκειμένου να αποκτήσει κάποια από την δύναμη και την εξουσία του. Το ίδιο έκαναν και οι Νορμανδοί, που είδαν το Βυζάντιο από πολιτική και πολιτιστική άποψη.

Έτσι παρήγαγαν την ίδια τέχνη, κάλεσαν Βυζαντινούς καλλιτέχνες και ήταν αφοσιωμένοι στα ίδια κειμήλια, και στο Μανδήλιον επίσης. Είμαστε σίγουροι ότι η Altavilla γνώριζε το αχειροποίητο: στο Monreale Dome μπορούμε να δούμε ένα μωσαϊκό που αναπαριστά το Ιερό Μανδήλιο να περιβάλλεται από αγγέλους.

Έτσι είδαμε πολλές εικόνες του Χριστού, οι οποίες φαίνεται να βασίζονται σε ένα μοναδικό πρότυπο, την Σινδόνη του Τορίνο. Αλλά πώς μπορούσαν οι καλλιτέχνες να θυμούνται τόσο καλά τα χαρακτηριστικά του αρχικού; Η ανάλυσή μας επεκτάθηκε σ’ ένα ευρύ διάστημα, παρ’ όλα αυτά οι εικόνες είναι παρόμοιες αναμεταξύ τους ακόμη και στα μικρότερα χαρακτηριστικά.

Η εξήγηση μπορεί να βρεθεί στις χρήσεις του βυζαντινού κόσμου: εδώ οι καλλιτέχνες έπρεπε να περάσουν κάποιο χρονικό διάστημα ως μαθητές στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθαν το επάγγελμα και παρατήρησαν τα μοντέλα. Επί πλέον, σε αυτό το διάστημα είχαν την δυνατότητα να αντιγράψουν τα πρωτότυπα μοντέλα σε χαρτιά που ονομάζονταν «βιβλία μοτίβα», όπου το αρχέτυπο αναπαραγόταν λεπτομερώς. Τα βιβλία μοτίβα ήταν συνήθως πολύ μικρά και μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν από το ένα μέρος στο άλλο.

Υπάρχουν κάποιες τελευταίες παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε για τις εικόνες του προσώπου του Χριστού οι οποίες είναι παρόμοιες με την Ιερά Σινδόνη: είναι όλες σε περιβάλλοντα όπου οι αρχαίοι ήθελαν να τονίσουν το δόγμα της ενσαρκώσεως του Θεού. Ο καλύτερος τρόπος να αποδειχτεί η ενσάρκωση ήταν να φανεί, με κάθε δυνατό τρόπο, ότι ο Ιησούς είχε αφήσει στην ανθρωπότητα ένα είδος «φωτογραφίας» του προσώπου Του, η οποία ήταν το Άγιο Μανδήλιο. Προφανώς το αχειροποίητο δεν μπορούσε να μεταφέρεται από τόπο σε τόπο. Αλλά ήταν δυνατό να καταδειχθεί η ύπαρξή του αναπαράγοντάς το σε εικόνες (ψηφιδωτά, εικονίσματα, νομίσματα), στις οποίες το πρόσωπο του Χριστού ήταν όπως στο πρωτότυπο. Η μορφή του Μανδηλίου αντιπροσώπευε την ισχυρότερη απόδειξη της ενσάρκωσης. Για τον λόγο αυτό, οι βασιλιάδες, οι μονάρχες και οι λειτουργοί αποφάσισαν να το κάνουν το μοντέλο, το αρχέτυπο για την εικόνα του προσώπου του Κυρίου.

Υπάρχει ένα άλλο αξιοσημείωτο σημείο: οι εικόνες που αναλύσαμε είναι λίγο πολύ παρόμοιες με το πρωτότυπο σύμφωνα με το γεγονός ότι είχαν ανατεθεί από έναν βασιλιά ή λειτουργό. Ας δούμε το πρόσωπο του Χριστού στην εκκλησία της Παναγίας της Χαλκηδόνος: οι δύο εικόνες είναι απολύτως στοιβάσιμες και ταυτόσημες. Ποιος έχτισε αυτή την εκκλησία; Ένας απλός αξιωματούχος, όχι βασιλιάς. Το ίδιο συμβαίνει και στην εκκλησία της Santa Maria foris portas στο Castelseprio: εδώ τα σημάδια του Πάθους, όπως η στραβή μύτη, είναι σχεδόν τονισμένα. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, η εκκλησία δεν ανατέθηκε από έναν βασιλιά.

Τώρα ας δούμε τις εικόνες της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, ή αυτή στο Monreale Dome, που χτίστηκαν από βασιλιάδες και αυτοκράτορες. Εδώ το πρόσωπο του Παντοκράτορος μοιάζει με εκείνο της Σινδόνης, αλλά όχι μ’ εκείνο της Θεσσαλονίκης. Εδώ η μορφή του αναπαρίσταται μ
έναν πιο επίσημο τρόπο, περιβάλλεται από μια μεγαλύτερη τελειότητα, είναι σχεδόν εξιδανικευμένη.

Μάλλον αν αυτός που αποφάσισε να χτίσει την εκκλησία ήταν αξιωματούχος, ήταν ελεύθερος να διατάξει τους καλλιτέχνες να είναι πιο πιστοί στο μοντέλο, λόγω της χαμηλότερης εξουσίας του αξιώματός του. Για τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες, τα πάντα στα κτήρια τους έπρεπε να παραπέμπουν στην εξουσία τους. Επίσης οι ιερές εικόνες έπρεπε να διαπνέονται από την εξουσία, και η εικόνα του Χριστού έπρεπε κατά τον ίδιο τρόπο να είναι τέλεια. Κατά συνέπεια, όλα τα εμφανή σημάδια του Πάθους, τα οποία ήταν τόσο σαφή στο Μανδήλιον, δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν στα έργα.

Το ταξίδι μας ανά τους αιώνες μας έκανε να ανακαλύψουμε τους τρόπους μέσω των οποίων η Ιερά Σινδόνη είχε γίνει το πρότυπο για την αναπαράσταση της επίγειας εμφάνισης του Ιησού. Η αρχαία ιστορία δεν δίνει ποτέ επαρκή στοιχεία που να μας επιτρέπουν να είμαστε σίγουροι για τα συμπεράσματά μας. Αλλά μας προσφέρει ίχνη, αποδείξεις, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στην ανασύνθεση της Αλήθειας.

Η ταυτοποίηση της Σινδόνης του Τορίνο με το Μανδήλιον δεν είναι σίγουρη· αλλά είναι ένας πιθανός δρόμος, ώστε τουλάχιστον πρέπει να τον διαβούμε. Οι ιστορικές έγγραφες πηγές μπορούν να είναι οι φανοί που θα φωτίζουν τα βήματά μας. Και μας κάνουν να πιστεύουμε ότι γίνεται να προσδιορισθούν τα δύο κειμήλια.

Υπάρχει επίσης ένα άλλο είδος πηγών: αρχαίες εικόνες, οι οποίες μπορεί να είναι εικονίσματα, ψηφιδωτά και κέρματα. Αυτά τα ευρήματα μας δείχνουν ότι το πρόσωπο του Χριστού στην τέχνη είχε, κατά την αρχαιότητα, τα ίδια χαρακτηριστικά της Σινδόνης του Τορίνο. Ίσως είναι απλά μια περίπτωση όπου η δημιουργία της νέας εικονογραφίας εξαπλώθηκε ακριβώς τον 6ο αιώνα, όταν βρέθηκε το Μανδήλιον στην πόλη της Έδεσσας. Αλλά όταν μιλάμε για την ιστορία, υπάρχουν λίγα πράγματα που μπορούν να αφεθούν στην τύχη.

Οι έγγραφες και εικονογραφικές πηγές μας καθοδήγησαν μέχρι εδώ, και μας επέτρεψαν να ταξιδέψουμε στην ιστορία των δύο εικόνων: του Ανθρώπου της Σινδόνης του Τορίνο και του προσώπου του Ιησού Χριστού στην τέχνη. Ένα ταξίδι στην ιστορία δύο πανομοιότυπων εικόνων.

Flavia Manservigi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με greeklish δεν γίνονται δεκτά.