«Θεοί, δοίητέ μοι τά ὀφειλόμενα.» (Α, ΧΙ)
Θεοί, είθε να μου δίνετε αυτά που μου οφείλονται.
«Ήλιε πέμπε με ἐφ’ ὅσον τῆς γῆς ἐμοί τε καί σοί δοκεῖ, καί γιγνώσκοιμι ἄνδρας ἁγαθούς, φαύλους δέ μήτε ἐγώ μάθοιμι μήτε ἐμέ φαῦλοι.» (Α, ΧΧΧΙ)
Ήλιε, οδήγα με σε όποιο μέρος της γης είναι καλό για σένα και για μένα και κάνε με να ξεχωρίζω τους αγαθούς άνδρες, τους φαύλους όμως ούτε εγώ να τους γνωρίσω ούτε εκείνοι εμένα.
«Θεοί, δοίητε μοι μικρά ἔχειν καί δεῖσθαι μηδενός.» (Α, ΧΧΧΙΙΙ)
Θεοί, δίνετέ μου λίγα και να μην έχω ανάγκη τίποτα.
«Σοφῷ ἀνδρί ῾Ελλάς πάντα.» (Α, ΧΧΧΙV)
Για τον σοφό άνδρα, η Ελλάς είναι πανταχού παρούσα.
«Ἀνοίξας τούς θησαυρούς ἐδείκνυ τῷ ἀνδρί τά χρήματα, ὑπαγόμενος αὐτόν ἐς ἐπιθυμίαν πλούτου, ὁ δέ οὐδέν ὧν εἶδε θαυμάσας “σοί ταύτα”, ἔφη, “ὦ βασιλεῦ, χρήματα, ἐμοί δέ ἄχυρα”.» (Α, ΧΧΧVIII)
Όταν ο βασιλιάς άνοιξε τα θησαυροφυλάκια και έδειχνε τα χρήματα στον Απολλώνιο για να τον παρασύρει στην επιθυμία του πλούτου, εκείνος, χωρίς καθόλου να θαμπωθεί είπε: Για σένα βασιλιά αυτά είναι χρήματα, για μένα όμως άχυρα.
«Ἀνδρών μέν τό μή ἁμαρτάνειν, γενναίων δέ τό καί ἁμαρτάνοντας αἰσθέσθαι.» (Δ, ΧΧVΙΙ)
Καθήκον των ανδρών είναι να μην σφάλλουν, αλλά των ευγενών ανδρών να αντιλαμβάνονται ότι έσφαλαν.
«Παλαμήδης εὗρε γράμματα οὐχ ὑπέρ τοῦ γράφειν μόνον, ἀλλά καί ὑπέρ τοῦ γιγνώσκειν ἃ δεῖ μή γράφειν.» (Δ, ΧΧΧΙΙΙ)
Ο Παλαμήδης επινόησε την γραφή όχι μόνον για να γράφουμε, αλλά και για να ξέρουμε αυτά που δεν πρέπει να γράφουμε.
«Ἐμοί πολιτείας μέν οὐδεμιᾶς μέλει, ζῶ γάρ ὑπό τοῖς θεοῖς, τήν δέ τῶν ἀνθρώπων ἀγέλην οὐκ ἀξιῶ φθείρεσθαι χήτει βουκόλου δικαίου τε καί σώφρονος.» (Ε, XXXV)
Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει κανενός είδους πολίτευμα, διότι ζω υπό την επίβλεψη των θεών· το κοπάδι όμως των ανθρώπων δεν το θεωρώ σωστό να φθείρεται από την στέρηση βοσκού δίκαιου και συνετού.
«Οἱ ἄνθρωποι ἐν δεσμωτηρίῳ ἐσμέν τόν χρόνον τοῦτον, ὅς δή ὠνόμασται βίος· αὕτη γάρ ἡ ψυχή σώματι φθαρτῷ ἐνδεθείσα πολλά μέν καρτερεῖ, δουλεύει δέ πᾶσιν, ὁπόσα ἐπ’ ἀνθρώπων φοιτᾶ.» (Η, ΧΧVΙ)
Όλοι οι άνθρωποι βρισκόμαστε σ’ ένα δεσμωτήριο κατά την διάρκεια του χρόνου που ονομάζουμε βίο. Διότι η ψυχή, αφού φυλακίστηκε μέσα στο φθαρτό σώμα, υποφέρει πολλά και υποδουλώνεται σε όλα όσα επισκέπτονται την ανθρωπότητα.
«Θεοί μέν γάρ μελλόντων, ἄνθρωποι δέ γιγνομένων, σοφοί δε προσιόντων αἰσθάνονται.» (Θ, VII)
Οι θεοί διακρίνουν τα μελλούμενα, οι άνθρωποι αυτά που συμβαίνουν, και οι σοφοί εκείνα που πλησιάζουν.
«Λάθε βιώσας, εἰ δή μή δύναιο, λάθε ἀποβιώσας.» (Θ, ΧΧVIII)
Ζήσε αφανώς. Αν αυτό δεν γίνεται, φύγε απ’ την ζωή αφανώς.
Θεοί, είθε να μου δίνετε αυτά που μου οφείλονται.
«Ήλιε πέμπε με ἐφ’ ὅσον τῆς γῆς ἐμοί τε καί σοί δοκεῖ, καί γιγνώσκοιμι ἄνδρας ἁγαθούς, φαύλους δέ μήτε ἐγώ μάθοιμι μήτε ἐμέ φαῦλοι.» (Α, ΧΧΧΙ)
Ήλιε, οδήγα με σε όποιο μέρος της γης είναι καλό για σένα και για μένα και κάνε με να ξεχωρίζω τους αγαθούς άνδρες, τους φαύλους όμως ούτε εγώ να τους γνωρίσω ούτε εκείνοι εμένα.
«Θεοί, δοίητε μοι μικρά ἔχειν καί δεῖσθαι μηδενός.» (Α, ΧΧΧΙΙΙ)
Θεοί, δίνετέ μου λίγα και να μην έχω ανάγκη τίποτα.
«Σοφῷ ἀνδρί ῾Ελλάς πάντα.» (Α, ΧΧΧΙV)
Για τον σοφό άνδρα, η Ελλάς είναι πανταχού παρούσα.
«Ἀνοίξας τούς θησαυρούς ἐδείκνυ τῷ ἀνδρί τά χρήματα, ὑπαγόμενος αὐτόν ἐς ἐπιθυμίαν πλούτου, ὁ δέ οὐδέν ὧν εἶδε θαυμάσας “σοί ταύτα”, ἔφη, “ὦ βασιλεῦ, χρήματα, ἐμοί δέ ἄχυρα”.» (Α, ΧΧΧVIII)
Όταν ο βασιλιάς άνοιξε τα θησαυροφυλάκια και έδειχνε τα χρήματα στον Απολλώνιο για να τον παρασύρει στην επιθυμία του πλούτου, εκείνος, χωρίς καθόλου να θαμπωθεί είπε: Για σένα βασιλιά αυτά είναι χρήματα, για μένα όμως άχυρα.
«Ἀνδρών μέν τό μή ἁμαρτάνειν, γενναίων δέ τό καί ἁμαρτάνοντας αἰσθέσθαι.» (Δ, ΧΧVΙΙ)
Καθήκον των ανδρών είναι να μην σφάλλουν, αλλά των ευγενών ανδρών να αντιλαμβάνονται ότι έσφαλαν.
«Παλαμήδης εὗρε γράμματα οὐχ ὑπέρ τοῦ γράφειν μόνον, ἀλλά καί ὑπέρ τοῦ γιγνώσκειν ἃ δεῖ μή γράφειν.» (Δ, ΧΧΧΙΙΙ)
Ο Παλαμήδης επινόησε την γραφή όχι μόνον για να γράφουμε, αλλά και για να ξέρουμε αυτά που δεν πρέπει να γράφουμε.
«Ἐμοί πολιτείας μέν οὐδεμιᾶς μέλει, ζῶ γάρ ὑπό τοῖς θεοῖς, τήν δέ τῶν ἀνθρώπων ἀγέλην οὐκ ἀξιῶ φθείρεσθαι χήτει βουκόλου δικαίου τε καί σώφρονος.» (Ε, XXXV)
Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει κανενός είδους πολίτευμα, διότι ζω υπό την επίβλεψη των θεών· το κοπάδι όμως των ανθρώπων δεν το θεωρώ σωστό να φθείρεται από την στέρηση βοσκού δίκαιου και συνετού.
«Οἱ ἄνθρωποι ἐν δεσμωτηρίῳ ἐσμέν τόν χρόνον τοῦτον, ὅς δή ὠνόμασται βίος· αὕτη γάρ ἡ ψυχή σώματι φθαρτῷ ἐνδεθείσα πολλά μέν καρτερεῖ, δουλεύει δέ πᾶσιν, ὁπόσα ἐπ’ ἀνθρώπων φοιτᾶ.» (Η, ΧΧVΙ)
Όλοι οι άνθρωποι βρισκόμαστε σ’ ένα δεσμωτήριο κατά την διάρκεια του χρόνου που ονομάζουμε βίο. Διότι η ψυχή, αφού φυλακίστηκε μέσα στο φθαρτό σώμα, υποφέρει πολλά και υποδουλώνεται σε όλα όσα επισκέπτονται την ανθρωπότητα.
«Θεοί μέν γάρ μελλόντων, ἄνθρωποι δέ γιγνομένων, σοφοί δε προσιόντων αἰσθάνονται.» (Θ, VII)
Οι θεοί διακρίνουν τα μελλούμενα, οι άνθρωποι αυτά που συμβαίνουν, και οι σοφοί εκείνα που πλησιάζουν.
«Λάθε βιώσας, εἰ δή μή δύναιο, λάθε ἀποβιώσας.» (Θ, ΧΧVIII)
Ζήσε αφανώς. Αν αυτό δεν γίνεται, φύγε απ’ την ζωή αφανώς.
Εχεις αυτες τις ρησεις εις το πρωτοτυπο κειμενο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροστέθηκαν.
Διαγραφή