Ο βασιλιάς, αφού συνεχάρη τον συκοφάντη για τις άριστες συμβουλές του, όπως είπε, έκανε συστάσεις στον Απολλώνιο να απολογηθεί σύμφωνα με τις υποδείξεις εκείνου· ωστόσο, αφού αντιπαρέλθει τις άλλες κατηγορίες ως ανάξιες για συζήτηση, να αποκριθεί σε τέσσερις μόνον από αυτές, οι οποίες νόμιζε ότι θα τον φέρουν σε αμηχανία και θα δυσκολέψουν τις απαντήσεις του. Τον ρώτησε λοιπόν ως εξής:
«Τι σε έπεισε Απολλώνιε να μην φοράς τα ίδια ρούχα με τους άλλους αλλά διαφορετικά και αλλόκοτα;»
«Διότι», απάντησε, «η γη που με τρέφει η ίδια και με ντύνει, χωρίς να πειράζω τα κακόμοιρα τα ζώα.»
Ο βασιλιάς τον ξαναρώτησε: «Για ποιο λόγο οι άνθρωποι σε αποκαλούν θεό;»
«Διότι», απάντησε, «κάθε άνθρωπος που πιστεύεται ότι είναι αγαθός τιμάται με τον τίτλο του θεού.»
Πότε πέρασε αυτό το απόφθεγμα στην φιλοσοφία του ανδρός το διηγήθηκα όταν έκανα λόγο για τους Ινδούς. Η τρίτη ερώτηση αναφερόταν στον λοιμό της Εφέσου:
«Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη ή ποιος σου έβαλε την ιδέα και προείδες ότι θα πέσει λοιμός στην Έφεσο;»
«Επειδή βασιλιά χρησιμοποιώ τροφές ελαφρύτερες από οποιονδήποτε άλλο, γι’ αυτό και πρώτος αντελήφθην το κακό· αν όμως θέλεις μπορώ να σου απαριθμήσω και τις αιτίες για τους λοιμούς.»
Αλλά επειδή ο βασιλιάς, νομίζω, φοβήθηκε μήπως τις παρανομίες, τον ανόσιο γάμο του και τα όσα παράλογα είχε κάνει τα λογαριάσει ο Απολλώνιος ως αιτίες των θεομηνιών του είδους, «δεν έχω ανάγκη τέτοιας απαντήσεως», είπε. Όταν όμως την τέταρτη ερώτησε την έστρεφε εναντίον των συνωμοτών, δεν κινήθηκε με βιασύνη και αμεσότητα, αλλά αφού άφησε να μεσολαβήσει αρκετό διάστημα και βυθίστηκε σε σκέψεις· τέλος, μοιάζοντας με άνθρωπο που νοιώθει ζαλάδες, υπέβαλε την ερώτηση που δεν ήταν όπως την περίμεναν όλοι· διότι αυτοί περίμεναν ότι θα ρίξει το προσωπείο και θα πει πικρά λόγια σχετικά με την θυσία. Εκείνος όμως, όχι έτσι, αλλά με ήπιο τόνο ρώτησε:
«Πες μου, βγαίνοντας από το σπίτι σου την τάδε ημέρα και πηγαίνοντας στην εξοχή, σε ποιον θυσίασες εκείνο το παιδί;»
Και ο Απολλώνιος, σαν να μάλωνε ένα παιδάκι, απάντησε:
«Μίλα καλά· γιατί αν βγήκα από το σπίτι βρέθηκα στην εξοχή· εάν όμως το έκανα αυτό θυσίασα· και εάν θυσίασα τότε έφαγα και το σφάγιο. Ας αποδείξουν λοιπόν τους ισχυρισμούς τους οι αξιόπιστοι μάρτυρές σου.»
Τέτοια είπε ο άνδρας και προκάλεσε μεγαλύτερη επιδοκιμασία απ’ όση επιτρέπεται σε βασιλικό δικαστήριο. Και ο βασιλιάς επειδή θεώρησε ότι το ακροατήριο του συμπαραστέκεται και ότι ταπεινώθηκε από τις απαντήσεις, διότι ήταν πράγματι δυναμικές και λογικές, είπε:
«Σε απαλλάσσω από τις κατηγορίες· θα περιμένεις όμως, διότι θέλω να συζητήσω ιδιαιτέρως μαζί σου.»
Ενισχυμένος από την έκβαση αυτή ο Απολλώνιος είπε:
«Εσένα βασιλιά, σ’ ευχαριστώ· εξ αιτίας όμως αυτών εδώ των αχρείων, καταστράφηκαν οι πόλεις, τα νησιά γέμισαν εξορίστους, η χώρα στενάζει, τα στρατεύματα έχουν κυριευθεί από δειλία, και η σύγκλητος είναι γεμάτη καχυποψίες. Δώσε αν θέλεις και σε μένα την ευκαιρία να μιλήσω, αλλιώς στείλε με σ’ εκείνον που θα μου πάρει το σώμα, γιατί την ψυχή μου δεν μπορείς να την πάρεις. Μάλλον όμως και το σώμα μου δεν μπορείς να το πάρεις, γιατί να με σκοτώσεις δεν μπορείς, διότι εγώ θνητός δεν είμαι.»
Και λέγοντας αυτά εξαφανίστηκε από το δικαστήριο, διευθετώντας έτσι με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο το περιστατικό, καθότι ο τύραννος δεν ήταν διατεθειμένος να τον ρωτήσει με ειλικρίνεια για την υπόθεση, αλλά για κάθε είδους άσχετα ζητήματα – διότι καυχόταν που δεν σκότωσε τον Απολλώνιο – ούτε επιθυμούσε ο Απολλώνιος να συρθεί σε τέτοιες συζητήσεις. Και νόμιζε ότι θα μπορούσε να το πετύχει αυτό, αν δεν άφηνε καμμία αμφιβολία για την πραγματική του φύση, αλλά αν γινόταν γνωστό ότι ήταν τέτοιος που να μην είναι δυνατή η σύλληψή του παρά την θέλησή του. Επί πλέον είχε απαλλαγεί από τον φόβο για τους φίλους του. Διότι γι’ αυτούς που δεν είχε καν ξεκινήσει να ρωτάει ο βασιλιάς, πώς ήταν δυνατόν να τους σκοτώσει για κατηγορίες που δεν είχαν επαληθευτεί στο δικαστήριο; Αυτά βρήκα για την δίκη αυτή.
Βίος Απολλωνίου, Βιβλίο Θ, Κεφάλαιο V
«Τι σε έπεισε Απολλώνιε να μην φοράς τα ίδια ρούχα με τους άλλους αλλά διαφορετικά και αλλόκοτα;»
«Διότι», απάντησε, «η γη που με τρέφει η ίδια και με ντύνει, χωρίς να πειράζω τα κακόμοιρα τα ζώα.»
Ο βασιλιάς τον ξαναρώτησε: «Για ποιο λόγο οι άνθρωποι σε αποκαλούν θεό;»
«Διότι», απάντησε, «κάθε άνθρωπος που πιστεύεται ότι είναι αγαθός τιμάται με τον τίτλο του θεού.»
Πότε πέρασε αυτό το απόφθεγμα στην φιλοσοφία του ανδρός το διηγήθηκα όταν έκανα λόγο για τους Ινδούς. Η τρίτη ερώτηση αναφερόταν στον λοιμό της Εφέσου:
«Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη ή ποιος σου έβαλε την ιδέα και προείδες ότι θα πέσει λοιμός στην Έφεσο;»
«Επειδή βασιλιά χρησιμοποιώ τροφές ελαφρύτερες από οποιονδήποτε άλλο, γι’ αυτό και πρώτος αντελήφθην το κακό· αν όμως θέλεις μπορώ να σου απαριθμήσω και τις αιτίες για τους λοιμούς.»
Αλλά επειδή ο βασιλιάς, νομίζω, φοβήθηκε μήπως τις παρανομίες, τον ανόσιο γάμο του και τα όσα παράλογα είχε κάνει τα λογαριάσει ο Απολλώνιος ως αιτίες των θεομηνιών του είδους, «δεν έχω ανάγκη τέτοιας απαντήσεως», είπε. Όταν όμως την τέταρτη ερώτησε την έστρεφε εναντίον των συνωμοτών, δεν κινήθηκε με βιασύνη και αμεσότητα, αλλά αφού άφησε να μεσολαβήσει αρκετό διάστημα και βυθίστηκε σε σκέψεις· τέλος, μοιάζοντας με άνθρωπο που νοιώθει ζαλάδες, υπέβαλε την ερώτηση που δεν ήταν όπως την περίμεναν όλοι· διότι αυτοί περίμεναν ότι θα ρίξει το προσωπείο και θα πει πικρά λόγια σχετικά με την θυσία. Εκείνος όμως, όχι έτσι, αλλά με ήπιο τόνο ρώτησε:
«Πες μου, βγαίνοντας από το σπίτι σου την τάδε ημέρα και πηγαίνοντας στην εξοχή, σε ποιον θυσίασες εκείνο το παιδί;»
Και ο Απολλώνιος, σαν να μάλωνε ένα παιδάκι, απάντησε:
«Μίλα καλά· γιατί αν βγήκα από το σπίτι βρέθηκα στην εξοχή· εάν όμως το έκανα αυτό θυσίασα· και εάν θυσίασα τότε έφαγα και το σφάγιο. Ας αποδείξουν λοιπόν τους ισχυρισμούς τους οι αξιόπιστοι μάρτυρές σου.»
Τέτοια είπε ο άνδρας και προκάλεσε μεγαλύτερη επιδοκιμασία απ’ όση επιτρέπεται σε βασιλικό δικαστήριο. Και ο βασιλιάς επειδή θεώρησε ότι το ακροατήριο του συμπαραστέκεται και ότι ταπεινώθηκε από τις απαντήσεις, διότι ήταν πράγματι δυναμικές και λογικές, είπε:
«Σε απαλλάσσω από τις κατηγορίες· θα περιμένεις όμως, διότι θέλω να συζητήσω ιδιαιτέρως μαζί σου.»
Ενισχυμένος από την έκβαση αυτή ο Απολλώνιος είπε:
«Εσένα βασιλιά, σ’ ευχαριστώ· εξ αιτίας όμως αυτών εδώ των αχρείων, καταστράφηκαν οι πόλεις, τα νησιά γέμισαν εξορίστους, η χώρα στενάζει, τα στρατεύματα έχουν κυριευθεί από δειλία, και η σύγκλητος είναι γεμάτη καχυποψίες. Δώσε αν θέλεις και σε μένα την ευκαιρία να μιλήσω, αλλιώς στείλε με σ’ εκείνον που θα μου πάρει το σώμα, γιατί την ψυχή μου δεν μπορείς να την πάρεις. Μάλλον όμως και το σώμα μου δεν μπορείς να το πάρεις, γιατί να με σκοτώσεις δεν μπορείς, διότι εγώ θνητός δεν είμαι.»
Και λέγοντας αυτά εξαφανίστηκε από το δικαστήριο, διευθετώντας έτσι με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο το περιστατικό, καθότι ο τύραννος δεν ήταν διατεθειμένος να τον ρωτήσει με ειλικρίνεια για την υπόθεση, αλλά για κάθε είδους άσχετα ζητήματα – διότι καυχόταν που δεν σκότωσε τον Απολλώνιο – ούτε επιθυμούσε ο Απολλώνιος να συρθεί σε τέτοιες συζητήσεις. Και νόμιζε ότι θα μπορούσε να το πετύχει αυτό, αν δεν άφηνε καμμία αμφιβολία για την πραγματική του φύση, αλλά αν γινόταν γνωστό ότι ήταν τέτοιος που να μην είναι δυνατή η σύλληψή του παρά την θέλησή του. Επί πλέον είχε απαλλαγεί από τον φόβο για τους φίλους του. Διότι γι’ αυτούς που δεν είχε καν ξεκινήσει να ρωτάει ο βασιλιάς, πώς ήταν δυνατόν να τους σκοτώσει για κατηγορίες που δεν είχαν επαληθευτεί στο δικαστήριο; Αυτά βρήκα για την δίκη αυτή.
Βίος Απολλωνίου, Βιβλίο Θ, Κεφάλαιο V
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με greeklish δεν γίνονται δεκτά.