Του Ζήση Ι. Καραβά
Πέπλο
μυστηρίου καλύπτει τη ζωή, τη δράση και την προσωπικότητα του Έλληνα
φιλοσόφου και θαυματοποιού Απολλώνιου Τυανέα και δη σχετικά με τις
ομοιότητες/αναλογίες που παρουσιάζει με τον Ιησού Χριστό. Το βέβαιο
είναι ότι η βασική αρχαία πηγή «Βίος Απολλώνιου του Τυανέα», που
γράφτηκε από τον εκ Λήμνου σοφιστή Φλάβιο Φιλόστρατο Β΄ (περ. 170-249
μ.Χ.), περιλαμβάνει πολλά μυθιστορηματικά στοιχεία, σε σημείο που
κάποιοι να χρησιμοποιούν τον όρο «μυθοποιημένη βιογραφία» για τα οκτώ
βιβλία του Φιλόστρατου «Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον». Ούτε κάποιες
μαρτυρίες από τη Συρία και τον αραβικό κόσμο θεωρούνται πλήρως
αξιόπιστες και διαφωτιστικές, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις αναφορές
στον Απολλώνιο που κάνουν οι Δίων Κάσσιος, Αμμιανός Μαρκελίνος,
Λουκιανός, Ιεροκλής, Ευσέβιος Καισαρείας, Ευνάπιος, Κασσιόδωρος, Φώτιος
κ.ά.
Θεόσοφος και αναμορφωτής θρησκευτικών πεποιθήσεων
Η γέννηση του Απολλώνιου (στα Τύανα της Καππαδοκίας) τοποθετείται στην αρχή του 1ου μ.Χ. αιώνα. Κατά μία εκδοχή το 17 μ.Χ. είχε ηλικία μεταξύ του 16ου και του 20ου έτους, ενώ πέθανε σε βαθιά γηρατειά το 96 ή 98 μ.Χ. στο Πατσουόλι της Ιταλίας (πόλη στην επαρχία της Νάπολης στην Καμπανία). Κατ’ άλλη εκδοχή έζησε περίπου μεταξύ του 40 και του 120 μ.Χ. και πέθανε είτε στην Έφεσο είτε στη Λίνδο της Ρόδου.
Μοναδικό ιστορικό τεκμήριο για το θρησκευτικό «πιστεύω» του Απολλώνιου αποτελεί το απόσπασμα «Περί θυσιών» του Ευσέβιου Καισαρείας, το οποίο αποδίδεται στον ίδιο τον Απολλώνιο. Στο εν λόγω απόσπασμα διακηρύσσεται ότι ο Θεός δεν χρειάζεται καμιά προσφορά αίματος, αφού κάτι τέτοιο αντιφάσκει με τη θεία φύση του. Ακόμη και οι προσευχές των θνητών δεν φτάνουν στον Θεό, ο οποίος είναι πέραν του κόσμου των ανθρώπινων αισθήσεων αλλά και δεν έχει ανάγκη τίποτε από τον επίγειο κόσμο. Χάρη στον Ευσέβιο, λοιπόν, γνωρίζουμε τον Απολλώνιο βασικά ως θεόσοφο, αναμορφωτή θρησκευτικών πεποιθήσεων και θυσιών, αλλά εν μέρει και ως εμβριθή πυθαγόρειο-πλατωνικό στοχαστή, προσηλωμένο πρωτίστως στις αυστηρές πυθαγόρειες αρχές (απελευθέρωση/κάθαρση της [αθάνατης] ψυχής μέσω πνευματικής πειθαρχίας, σωματικής εγκράτειας και εν γένει αυστηρά ηθική και ενάρετη διαβίωση).
Παρεμπιπτόντως, ο Απολλώνιος παρουσιάζεται και ως ενσάρκωση ενός θεού, του Πρωτέα, ή κατά έναν τοπικό θρύλο ως γιος του Δία Ασβαμαίου ο οποίος λατρευόταν στα Τύανα. Επίσης, σύμφωνα με μια μυθολογική παράδοση που αναφέρει ο Φιλόστρατος, ο Απολλώνιος αναστήθηκε μετά θάνατον και αναλήφθηκε στον παράδεισο από τον ναό της Αρτέμιδος – Δίκτυνας στην Κρήτη.
Η εκλιπούσα Πολωνή καθηγήτρια Ελληνικής και Ρωμαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας Μαρία Τζιέλσκα στο έργο της «Απολλώνιος ο Τυανεύς στον θρύλο και στην ιστορία» (Εκδόσεις Ενάλιος, 2000) δίνει μια πιο ισορροπημένη εικόνα του Απολλώνιου ως «μάγου-φιλοσόφου» που εδράζεται στην ιστορική πραγματικότητα, εν αντιθέσει με έναν «θεϊκό άνθρωπο» που εν πολλοίς περιγράφει ο Φιλόστρατος.
Μπορεί η μοναδική βιογραφία του νεοπυθαγόρειου φιλοσόφου Απολλώνιου να περιέχει και στοιχεία μυθολογικά – μυθοπλαστικά, ωστόσο είναι δεδομένο ότι ο Απολλώνιος λατρευόταν ως επί της γης «θεός ανήρ»/θεάνθρωπος, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Μεσογείου όπου έζησε και έδρασε. Μάλιστα, στο Μουσείο των Αδάνων υπάρχει μια επιγραφή (τέλη 3ου – αρχές 4ου αι. μ.Χ.) προς τιμήν του Απολλώνιου, η οποία μιλάει για τον «γεννημένο στα Τύανα» και «κομιστή φωτός» που «στάλθηκε από τα ουράνια» στη γη για να «εξαλείψει τις ανθρώπινες αμαρτίες» και να «απελευθερώσει τους θνητούς ανθρώπους από τα δεινά». Όπως και να ’χε, στην Ανατολή και τη Δύση παγανιστές διανοούμενοι της ύστερης αρχαιότητας θεωρούσαν τον Απολλώνιο έναν σοφό προικισμένο με θεϊκές ιδιότητες, ενώ μετά τον 5ο αι. μ.Χ. βυζαντινές και αραβικές πηγές αναφέρονται στον «άνθρωπο των μαγικών φυλαχτών» και τον «δάσκαλο των μαγικών συνταγών». Άλλωστε, έχοντας θητεύσει στο ιερό του Ασκληπιού στις Αιγές της Κιλικίας, φημιζόταν και για τις θεραπευτικές του ικανότητες («θεράπευε ψυχές και σώματα μ’ ένα απλό άγγιγμα»).
Από νεαρός μυήθηκε στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Επίκουρου και άλλων φιλοσόφων, όμως ήταν κατεξοχήν θαυμαστής του Πυθαγόρα. Επιπλέον ήταν εξαίρετος γλύπτης, ζωγράφος και ρήτορας, ενώ του αποδίδονται προφητικές, διορατικές, μαντικές και τηλεπαθητικές ικανότητες, καθώς προέβλεπε με επιτυχία σεισμούς, επιδημίες (όπως η πανούκλα από την οποία έσωσε την Έφεσο), θανάτους ή άλλες φυσικές αναταραχές. Το πλέον εντυπωσιακό θαύμα που αποδίδεται στον Απολλώνιο είναι η ανάσταση μιας νεαρής γυναίκας που ανήκε σε οικογένεια υπάτων στη Ρώμη. Επίσης αναφέρεται η θεραπεία στην Αθήνα ενός δαιμονισμένου νέου από την Κέρκυρα.
Ο Απολλώνιος έζησε βίο ενάρετο και λιτό με αυτοέλεγχο, αποποιούμενος τα υλικά αγαθά και καταδικάζοντας αυστηρά τις καταχρήσεις, τη χλιδή και την αμαρτία και προτείνοντας την καρτερία και την απλότητα. Δίδασκε την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, την αναζήτηση της αλήθειας και την αποφυγή από τον φανατισμό και τον δογματισμό που βλάπτουν τους ανθρώπους. Περιβαλλόταν από πιστούς μαθητές και έκανε πολλά θαύματα, γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «θείον άνδρα», μολονότι ο ίδιος δεν ισχυριζόταν ότι ήταν «υιός θεού» αλλά τόνιζε την ιδιαίτερη ανθρώπινη μύησή του και πως ό,τι μπορεί να κάνει ένας μπορούν να το κάνουν όλοι.
Άλλωστε, ταξιδεύοντας σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο σε Ανατολή και Δύση και διαθέτοντας το χάρισμα της πολυγλωσσίας (δίχως να έχει διδαχτεί καμία), ήρθε σε επαφή με πολλά και διαφορετικά ιερατεία που τον αποδέχτηκαν σαν μεγάλο ιερέα ο οποίος είχε την ικανότητα να επικοινωνεί με άλλες διαστάσεις και άλλα υπεράνθρωπα όντα. Σταδιακά η φήμη του απλώθηκε σε όλες τις περιοχές της Παμφυλίας, της Κιλικίας, της Παλαιστίνης και της Αραβίας. Ταξίδεψε και στην Ινδία αναζητώντας τους διδασκάλους για τους οποίους υπήρχε η φήμη ότι εφάρμοζαν τις διδασκαλίες που πρέσβευαν για το καλό όλων των ανθρώπων. Επίσης ταξίδεψε στην Κύπρο, την Έφεσο, τη Χίο, τη Ρόδο, την Κρήτη, την Αθήνα και τη Σπάρτη, ενώ πήγε και σε Αίγυπτο, Αιθιοπία, Μεσοποταμία, Περσία, Ιταλία και Ισπανία.
Ένας υπερφυσικός σωτήρας «δανείζεται» τη ζωή του Απολλώνιου
Με βάση τα παραπάνω – κι άλλα πολλά – ο Άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Γκίμπον (1737-1794) αλλά και άλλοι συγγραφείς του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης διατύπωσαν την άποψη ότι ίσως ο Ιησούς δεν ήταν άλλος από τον Απολλώνιο τον Τυανέα. Ωστόσο, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι δεν είναι το ίδιο πρόσωπο γιατί είχαν περίπου σαράντα χρόνια διαφορά, απλώς είχαν το ίδιο προφίλ. Πάντως οι «πιστοί» του Τυανέα επιμένουν ότι η παράλληλη ανάπτυξη του χριστιανισμού την εποχή εκείνη είναι η βασική αιτία που η φήμη του Απολλώνιου καλύφτηκε με γκρίζο πέπλο και το έργο του έμεινε άγνωστο για πολλά χρόνια, ενώ την περίοδο της Ιεράς Εξέτασης και μόνο το όνομα του Απολλώνιου να έλεγε κάποιος έμπαινε στο στόχαστρό της.
Η φήμη, η φιλοσοφία και τα θαύματα του Τυανέα ήταν ο μόνιμος πονοκέφαλος του ιερατείου της χριστιανικής – ιουδαϊκής εκκλησίας και των πέριξ αυτών, που αφού δεν είχαν επιχειρήματα επιστράτευσαν τη συκοφαντία. Μάλιστα η εκκλησία βάφτισε θανάσιμες αμαρτίες την ανάγνωση, την αναφορά ή τον ψίθυρο οποιασδήποτε ιδέας ή συγγράμματος γύρω από τη δράση του Τυανέα. Αφόρισε οτιδήποτε σχετιζόταν με τον Απολλώνιο ως διαβολικό και ασυγχώρητο, ως παράδειγμα πλάνης και μαγείας.
Αιτία και αφορμή για τον αφορισμό αποτέλεσε και το γεγονός ότι η βιογραφία του Φιλόστρατου για τον «θείο και σοφό θαυματοποιό» Απολλώνιο χρησιμοποιήθηκε το 302-303 μ.Χ. (όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ξεκίνησε τους διωγμούς των χριστιανών) από τον κυβερνήτη/έπαρχο της Βιθυνίας Σωσσιανό Ιεροκλή, ο οποίος για να αντικρούσει τα περί θαυμάτων του Χριστού έγραψε δίκην προκήρυξης το πόνημα «Ο φιλαλήθης» (ή «Ο εραστής της αλήθειας»), υποστηρίζοντας ότι ο «πολλά και θαυμάσια διαπράξας» Απολλώνιος υπήρξε ανώτερος θαυματοποιός από τον Ιησού. Περνώντας στην αντεπίθεση, ο επίσκοπος Ευσέβιος Καισαρείας έγραψε (περ. το 313 μ.Χ.) το «Contra Hieroclem», χαρακτηρίζοντας τον μάγο Απολλώνιο «ανάξιο σύγκρισης και συναγωνισμού με τον Ιησού Χριστό».
Εκείνο όμως που ξεχείλισε το ποτήρι για το χριστιανικό ιερατείο ήταν η θεωρία που διατυπώθηκε ήδη από τον Μεσαίωνα (5ος – 15ος αι. μ.Χ.), κυρίως όμως κατά την Αναγέννηση (15ος – 17ος αι. μ.Χ.), ότι τον 4ο αι. μ.Χ. οι χριστιανοί παραχάραξαν την ιστορία και δημιούργησαν τον Χριστό με βάση και πρότυπο τη ζωή και δράση του Απολλώνιου Τυανέα! Η εν λόγω θεωρία αναπτύχθηκε και μεταγενέστερα από συγγραφείς όπως ο Γερμανός ιστορικός Frank Thiess (1890-1977), που ονόμασε τον Απολλώνιο «Έλληνα μεσσία», και ο Αμερικανός μυστικιστής R.W. Bernard (1901-1965), με το αιρετικό βιβλίο του «Απολλώνιος ο Ναζωραίος» (1945). Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι με αφετηρία την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.) το ιερατείο των χριστιανών επισκόπων, υπό τη σκέπη του (μετέπειτα) «μέγα» και «αγίου» αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, αποφάσισε να παραχαράξει την ιστορία αντιγράφοντας τον βίο του Απολλώνιου Τυανέα στο πρόσωπο ενός σούπερ υπερφυσικού σωτήρα (Ιησούς Χριστός).
Επιπροσθέτως, ο R.W. Bernard υπογράμμιζε: «Δεν σημειώθηκε ποτέ μεγαλύτερη πολιτισμική απώλεια απ’ ό,τι συνέβη όταν ο χριστιανικός όχλος έβαλε φωτιά στα βιβλία και τα χειρόγραφα της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης για να καταστρέψει όλα τα αρχεία του Απολλώνιου του Τυανέα». Και ευτυχώς, λένε οι απολλώνιοι «πιστοί», που διασώθηκε για 1.000 χρόνια από Άραβες το πιο απαγορευμένο βιβλίο – ο «Βίος Απολλώνιου του Τυανέα» – παρά τις μανιασμένες προσπάθειες των παπικών σταυροφόρων να το βρουν και να το καταστρέψουν.
Από την πλευρά της η Έλενα Πέτροβνα-Μπλαβάτσκι (εκπρόσωπος του ρεύματος της θεοσοφίας που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ψήγματα της θεϊκής ή αιώνιας αλήθειας μπορούν να αναζητηθούν σε όλες τις θρησκείες της ανθρωπότητας) αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο σε έναν από τους τόμους της «Μυστικής διδασκαλίας», κατατάσσοντας τον Απολλώνιο στους μεγαλύτερους μυημένους διδασκάλους όλων των εποχών.
Γράφοντας «Περί της χριστιανικής παράνοιας και του Απολλώνιου Τυανέα», η Ε.Π. Μπλαβάτσκι σχολιάζει σχετικά με τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι «οι παγανιστές ανά τον κόσμο έκλεψαν τα δόγματα του χριστιανισμού»: «Ο Πλάτων και η παλαιότερη Ακαδημία του έκλεψαν τις ιδέες από τη χριστιανική Αποκάλυψη, είπαν οι Αλεξανδρινοί Πατέρες! Οι βραχμάνοι δανείστηκαν από τους Ιησουίτες ιεραποστόλους ενώ και οι Ινδοί μεταμόρφωσαν τον Χριστό στον Κρίσνα για να ταιριάξει στο δικό τους μυαλό! Το ασήμαντο γεγονός ότι η μυθολογία του Κρίσνα, ο βουδισμός και ο πλατωνισμός προηγούνται αιώνες του χριστιανισμού και οι Βέδες είχαν ήδη εκφυλιστεί στον βραχμανισμό πριν από την εποχή του Μωυσή δεν κάνει κάποια διαφορά. Το ίδιο για τον Απολλώνιο από τα Τύανα. Μολονότι οι θαυματουργικές του ικανότητες δεν μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν χάρη στη μαρτυρία των αυτοκρατόρων, των δικαστηρίων τους και των πληθυσμών αρκετών πόλεων και μολονότι λίγοι εξ αυτών είχαν ακούσει για τον Ναζαρηνό προφήτη του οποίου τα “θαύματα” είχαν δει μόνο μερικοί δικοί του απόστολοι, οι προσωπικότητες των οποίων παραμένουν μέχρι σήμερα ιστορικό πρόβλημα, παρ’ όλα αυτά ο Απολλώνιος – κατά τους χριστιανούς – πρέπει να γίνεται αποδεκτός ως ο “πίθηκος του Χριστού”».
Φυσικά, για τη χριστιανική εκκλησία το «απεταξάμην τον Απολλώνιον» ήταν πάντα ένας μεγάλος πονοκέφαλος, που τον αντιμετωπίζουν ρίχνοντας στο πυρ το εξώτερον τον κατά Φιλόστρατον «Βίο του Τυανέα» και όλες τις μεταγενέστερες συγγραφικές μελέτες που υποστηρίζουν την αιρετική θεωρία ότι οι «χριστιανοί δημιούργησαν τον Ιησού σε προσομοίωση με τον Απολλώνιο». Αντιθέτως, μην τολμήσει κανείς να αμφισβητήσει τα ευαγγέλια και την «ιερή» χριστιανό-ιουδαϊκή Βίβλο, θα ρίξει ο Γιαχβέ φωτιά και θα τον κάψει!
Πάντως και σε χριστιανικούς κύκλους υπήρχε ένα κάποιο ψήγμα αμφιβολίας, όπως προκύπτει από το ότι ο χριστιανός απολογητής και φιλόσοφος Ιουστίνος αναρωτιόταν ήδη από τον 2ο αι. μ.Χ.: «Πώς γίνεται και τα φυλαχτά του Απολλώνιου έχουν ισχύ πάνω σε συγκεκριμένα μέρη της δημιουργίας, επειδή αποτρέπουν, όπως βλέπουμε, τη μανία των κυμάτων, τη σφοδρότητα των ανέμων και τις επιθέσεις των άγριων ζώων; Και ενώ τα θαύματα του Κυρίου μας συντηρούνται μόνο από την παράδοση, αυτά του Απολλώνιου είναι πιο πολυάριθμα και αποδεικνύονται πραγματικά σε γεγονότα του παρόντος, έτσι ώστε να παρασύρουν όλους αυτούς που τα βλέπουν»!
Οι χριστιανοί θεολόγοι αντεπιτίθενται και αντιλέγουν
Ο αντίλογος των χριστιανών θεολόγων (και θεολογούντων) εστιάζεται στις ακόλουθες (αντι)ρήσεις:
1) Ο Ιησούς είχε επίκεντρο της διδασκαλίας του τη «βασιλεία των ουρανών» (ή «βασιλεία του Θεού»), που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εξουσία και η κυριαρχία του Θεού, ο νέος κόσμος του Θεού, που ευαγγελιζόταν ο ίδιος ο Ιησούς και ενσαρκωνόταν μέσω του ίδιου και του κύκλου των μαθητών του. Η βασιλεία αυτή εμφανίζεται στα ευαγγέλια ως παρούσα (στο πρόσωπο του Ιησού) και ως μέλλουσα, εσχατολογικά. Οι περισσότερες παραβολές του Ιησού είχαν στο επίκεντρο αυτήν την διδασκαλία της βασιλείας του Θεού. Ο Απολλώνιος δεν είχε ιδέα από αυτή την κεντρική διδασκαλία του Ιησού του Ναζωραίου, δεν αναφέρεται να μίλησε ποτέ γι’ αυτήν, όπως ούτε άλλωστε κάποιος άλλος φιλόσοφος (Πυθαγόρας κλπ).
2) Η βιβλική διδασκαλία της ανάστασης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη για την εκ φύσεως αθανασία της ψυχής που πίστευαν οι πυθαγόρειοι και οι νεοπυθαγόρειοι (και ο Απολλώνιος) και δεν έχει καμία σχέση με τις μυθολογικές νεκραναστάσεις θεών της φύσης (Διόνυσος, Άδωνης κ.ά.) που λάτρευαν οι πολυθεϊστές. Επιπλέον, μπορεί ο Απολλώνιος να θεωρούνταν θαυματοποιός, αλλά από μια προσεκτική ανάγνωση προκύπτει ότι πρόκειται περί απομίμησης των θαυμάτων του Ιησού (όπως εκείνα με την ανάσταση μιας κόρης και την εκβολή δαιμονίου από έναν νέο).
Στον αντίποδα, τα θαύματα του Ιησού είναι πολλά· καταγράφονται τριάντα πέντε και πολλών ειδών: α) θαύματα εξουσίας πάνω στις δυνάμεις της φύσης, β) θεραπείας φυσικών και πνευματικών ασθενειών, γ) ανάστασης νεκρών. Στην τελευταία κατηγορία ο Ιησούς, εκτός του ότι ο ίδιος ανέστησε τρεις νεκρούς (τον γιο της χήρας στη Ναΐν, την κόρη του Ιαείρου και τον Λάζαρο), είπε σχετικά με την ανάσταση ότι θα αναστήσει τους νεκρούς εν τη εσχάτη ημέρα και πως οι νεκροί θα εξέλθουν εκ των μνημείων ακούγοντας τη φωνή του, πράγμα που μόνο ένας που είναι θεός, υιός θεού και θα ζει αιωνίως μπορεί να υποσχεθεί και να επιτελέσει. Ακόμη, ο Ιησούς αναφέρεται πάνω από σαράντα φορές ως «ραββί»/«δάσκαλος», αλλά ποτέ δεν αποκαλείται «θαυματοποιός».
3) Οι αναφερόμενες προγνώσεις/προβλέψεις φυσικών φαινομένων από τον Απολλώνιο δεν έχουν καμιά σχέση με τις αληθινές προφητείες του μέλλοντος από τον Ιησού. Αν δεχτούμε ότι ο Απολλώνιος προείπε για τον λοιμό/πανούκλα της Εφέσου, η επιδημία ήταν αναπόφευκτη για έναν παρατηρητικό που έβλεπε την αθλιότητα των κατοίκων και την άγνοια στοιχειωδών όρων ζωής. Όσο για την πρόβλεψη του σεισμού της Σμύρνης, επρόκειτο μάλλον περί ευχής. Η πρόγνωσή του για τη Ρώμη («έσται τι μέγα κουκ έσται») είναι τόσο γενική και αόριστη σαν μαντεία τύπου Πυθίας.
Εν αντιθέσει με όλα αυτά, ο Ιησούς αναγνωρίστηκε εξαρχής ως αληθινός μεσσιανικός και εσχατολογικός «προφήτης εκ της Ναζαρέτ», με πάνω από τριακόσιες προφητείες και τυπολογίες να έχουν επισημανθεί για το πρόσωπό του, οι οποίες προλέγουν τον χρόνο και τον τόπο της γέννησής του, τη θεία του προέλευση, τη ζωή του, τη φύση του έργου του, τα θαύματά του, τον θάνατο και την ανάστασή του.
Οι αξιοθαύμαστες προφητείες του μπορούν να καταταχθούν σε τέσσερις κύκλους: α) εκείνες για το πρόσωπό του (σταύρωση, προδοσία Ιούδα, ανάσταση), β) αυτές που αφορούσαν το μέλλον της εκκλησίας του και τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας του σε όλα τα έθνη, γ) προφητείες σχετικά με τη Δευτέρα Παρουσία του που είναι θέμα εσχατολογικό, μελλοντολογικό, δ) προφητείες για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού, καθώς και για την τύχη και το μέλλον του Ισραήλ.
Ειδικά για τις τελευταίες, πάντως, ο Ιησούς υποτίθεται ότι τις είπε το 33 μ.Χ. και σε 37 χρόνια, δηλαδή το 70 μ.Χ., καταστράφηκε ολοσχερώς η Ιερουσαλήμ. Μάλιστα, ως επιβεβαίωση των προφητειών της τέταρτης κατηγορίας το ιερατείο επικαλείται την αναφορά τους στα ευαγγέλια. Όμως τα ιστορικά γεγονότα καταρρίπτουν την εν λόγω «επιβεβαίωση», καθώς τα ευαγγέλια γράφτηκαν μετά το 70 μ.Χ. (ίσως και μετά το 90 μ.Χ.), οπότε το γεγονός της καταστροφής του ναού της Ιερουσαλήμ είχε συμβεί!
ΣΧΟΛΙΟ: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ένθετο Τα Αιρετικά της εφημερίδας Documento μαζί με άλλα τρία άρθρα για τον Απολλώνιο. Στο συγκεκριμένο υπάρχουν δύο μικρές ανακρίβειες: Ο Φιλόστρατος δεν αναφέρει καμμία παράδοση για μετά θάνατον ανάσταση του Απολλωνίου αλλά για ανάληψή του, ενώ όπως έχει επισημανθεί ο Γκίμπον δεν υποστηρίζει πουθενά ότι ο Ιησούς ήταν ο Απολλώνιος. Όσο για το απόσπασμα από το βιβλίο της Μπλαβάτσκι φαίνεται να έχει αντιγραφεί από εδώ κατά την πάγια τακτική των δημοσιογράφων να «δανείζονται» πληροφορίες από το διαδίκτυο χωρίς να δίνουν πηγή, ενώ οι προφητείες που αναφέρονται στο τέλος για τον Ιησού, απλά δεν υπάρχουν.
Θεόσοφος και αναμορφωτής θρησκευτικών πεποιθήσεων
Η γέννηση του Απολλώνιου (στα Τύανα της Καππαδοκίας) τοποθετείται στην αρχή του 1ου μ.Χ. αιώνα. Κατά μία εκδοχή το 17 μ.Χ. είχε ηλικία μεταξύ του 16ου και του 20ου έτους, ενώ πέθανε σε βαθιά γηρατειά το 96 ή 98 μ.Χ. στο Πατσουόλι της Ιταλίας (πόλη στην επαρχία της Νάπολης στην Καμπανία). Κατ’ άλλη εκδοχή έζησε περίπου μεταξύ του 40 και του 120 μ.Χ. και πέθανε είτε στην Έφεσο είτε στη Λίνδο της Ρόδου.
Μοναδικό ιστορικό τεκμήριο για το θρησκευτικό «πιστεύω» του Απολλώνιου αποτελεί το απόσπασμα «Περί θυσιών» του Ευσέβιου Καισαρείας, το οποίο αποδίδεται στον ίδιο τον Απολλώνιο. Στο εν λόγω απόσπασμα διακηρύσσεται ότι ο Θεός δεν χρειάζεται καμιά προσφορά αίματος, αφού κάτι τέτοιο αντιφάσκει με τη θεία φύση του. Ακόμη και οι προσευχές των θνητών δεν φτάνουν στον Θεό, ο οποίος είναι πέραν του κόσμου των ανθρώπινων αισθήσεων αλλά και δεν έχει ανάγκη τίποτε από τον επίγειο κόσμο. Χάρη στον Ευσέβιο, λοιπόν, γνωρίζουμε τον Απολλώνιο βασικά ως θεόσοφο, αναμορφωτή θρησκευτικών πεποιθήσεων και θυσιών, αλλά εν μέρει και ως εμβριθή πυθαγόρειο-πλατωνικό στοχαστή, προσηλωμένο πρωτίστως στις αυστηρές πυθαγόρειες αρχές (απελευθέρωση/κάθαρση της [αθάνατης] ψυχής μέσω πνευματικής πειθαρχίας, σωματικής εγκράτειας και εν γένει αυστηρά ηθική και ενάρετη διαβίωση).
Παρεμπιπτόντως, ο Απολλώνιος παρουσιάζεται και ως ενσάρκωση ενός θεού, του Πρωτέα, ή κατά έναν τοπικό θρύλο ως γιος του Δία Ασβαμαίου ο οποίος λατρευόταν στα Τύανα. Επίσης, σύμφωνα με μια μυθολογική παράδοση που αναφέρει ο Φιλόστρατος, ο Απολλώνιος αναστήθηκε μετά θάνατον και αναλήφθηκε στον παράδεισο από τον ναό της Αρτέμιδος – Δίκτυνας στην Κρήτη.
Η εκλιπούσα Πολωνή καθηγήτρια Ελληνικής και Ρωμαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας Μαρία Τζιέλσκα στο έργο της «Απολλώνιος ο Τυανεύς στον θρύλο και στην ιστορία» (Εκδόσεις Ενάλιος, 2000) δίνει μια πιο ισορροπημένη εικόνα του Απολλώνιου ως «μάγου-φιλοσόφου» που εδράζεται στην ιστορική πραγματικότητα, εν αντιθέσει με έναν «θεϊκό άνθρωπο» που εν πολλοίς περιγράφει ο Φιλόστρατος.
Μπορεί η μοναδική βιογραφία του νεοπυθαγόρειου φιλοσόφου Απολλώνιου να περιέχει και στοιχεία μυθολογικά – μυθοπλαστικά, ωστόσο είναι δεδομένο ότι ο Απολλώνιος λατρευόταν ως επί της γης «θεός ανήρ»/θεάνθρωπος, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Μεσογείου όπου έζησε και έδρασε. Μάλιστα, στο Μουσείο των Αδάνων υπάρχει μια επιγραφή (τέλη 3ου – αρχές 4ου αι. μ.Χ.) προς τιμήν του Απολλώνιου, η οποία μιλάει για τον «γεννημένο στα Τύανα» και «κομιστή φωτός» που «στάλθηκε από τα ουράνια» στη γη για να «εξαλείψει τις ανθρώπινες αμαρτίες» και να «απελευθερώσει τους θνητούς ανθρώπους από τα δεινά». Όπως και να ’χε, στην Ανατολή και τη Δύση παγανιστές διανοούμενοι της ύστερης αρχαιότητας θεωρούσαν τον Απολλώνιο έναν σοφό προικισμένο με θεϊκές ιδιότητες, ενώ μετά τον 5ο αι. μ.Χ. βυζαντινές και αραβικές πηγές αναφέρονται στον «άνθρωπο των μαγικών φυλαχτών» και τον «δάσκαλο των μαγικών συνταγών». Άλλωστε, έχοντας θητεύσει στο ιερό του Ασκληπιού στις Αιγές της Κιλικίας, φημιζόταν και για τις θεραπευτικές του ικανότητες («θεράπευε ψυχές και σώματα μ’ ένα απλό άγγιγμα»).
Από νεαρός μυήθηκε στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Επίκουρου και άλλων φιλοσόφων, όμως ήταν κατεξοχήν θαυμαστής του Πυθαγόρα. Επιπλέον ήταν εξαίρετος γλύπτης, ζωγράφος και ρήτορας, ενώ του αποδίδονται προφητικές, διορατικές, μαντικές και τηλεπαθητικές ικανότητες, καθώς προέβλεπε με επιτυχία σεισμούς, επιδημίες (όπως η πανούκλα από την οποία έσωσε την Έφεσο), θανάτους ή άλλες φυσικές αναταραχές. Το πλέον εντυπωσιακό θαύμα που αποδίδεται στον Απολλώνιο είναι η ανάσταση μιας νεαρής γυναίκας που ανήκε σε οικογένεια υπάτων στη Ρώμη. Επίσης αναφέρεται η θεραπεία στην Αθήνα ενός δαιμονισμένου νέου από την Κέρκυρα.
Ο Απολλώνιος έζησε βίο ενάρετο και λιτό με αυτοέλεγχο, αποποιούμενος τα υλικά αγαθά και καταδικάζοντας αυστηρά τις καταχρήσεις, τη χλιδή και την αμαρτία και προτείνοντας την καρτερία και την απλότητα. Δίδασκε την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, την αναζήτηση της αλήθειας και την αποφυγή από τον φανατισμό και τον δογματισμό που βλάπτουν τους ανθρώπους. Περιβαλλόταν από πιστούς μαθητές και έκανε πολλά θαύματα, γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «θείον άνδρα», μολονότι ο ίδιος δεν ισχυριζόταν ότι ήταν «υιός θεού» αλλά τόνιζε την ιδιαίτερη ανθρώπινη μύησή του και πως ό,τι μπορεί να κάνει ένας μπορούν να το κάνουν όλοι.
Άλλωστε, ταξιδεύοντας σχεδόν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο σε Ανατολή και Δύση και διαθέτοντας το χάρισμα της πολυγλωσσίας (δίχως να έχει διδαχτεί καμία), ήρθε σε επαφή με πολλά και διαφορετικά ιερατεία που τον αποδέχτηκαν σαν μεγάλο ιερέα ο οποίος είχε την ικανότητα να επικοινωνεί με άλλες διαστάσεις και άλλα υπεράνθρωπα όντα. Σταδιακά η φήμη του απλώθηκε σε όλες τις περιοχές της Παμφυλίας, της Κιλικίας, της Παλαιστίνης και της Αραβίας. Ταξίδεψε και στην Ινδία αναζητώντας τους διδασκάλους για τους οποίους υπήρχε η φήμη ότι εφάρμοζαν τις διδασκαλίες που πρέσβευαν για το καλό όλων των ανθρώπων. Επίσης ταξίδεψε στην Κύπρο, την Έφεσο, τη Χίο, τη Ρόδο, την Κρήτη, την Αθήνα και τη Σπάρτη, ενώ πήγε και σε Αίγυπτο, Αιθιοπία, Μεσοποταμία, Περσία, Ιταλία και Ισπανία.
Ένας υπερφυσικός σωτήρας «δανείζεται» τη ζωή του Απολλώνιου
Με βάση τα παραπάνω – κι άλλα πολλά – ο Άγγλος ιστορικός Έντουαρντ Γκίμπον (1737-1794) αλλά και άλλοι συγγραφείς του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης διατύπωσαν την άποψη ότι ίσως ο Ιησούς δεν ήταν άλλος από τον Απολλώνιο τον Τυανέα. Ωστόσο, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι δεν είναι το ίδιο πρόσωπο γιατί είχαν περίπου σαράντα χρόνια διαφορά, απλώς είχαν το ίδιο προφίλ. Πάντως οι «πιστοί» του Τυανέα επιμένουν ότι η παράλληλη ανάπτυξη του χριστιανισμού την εποχή εκείνη είναι η βασική αιτία που η φήμη του Απολλώνιου καλύφτηκε με γκρίζο πέπλο και το έργο του έμεινε άγνωστο για πολλά χρόνια, ενώ την περίοδο της Ιεράς Εξέτασης και μόνο το όνομα του Απολλώνιου να έλεγε κάποιος έμπαινε στο στόχαστρό της.
Η φήμη, η φιλοσοφία και τα θαύματα του Τυανέα ήταν ο μόνιμος πονοκέφαλος του ιερατείου της χριστιανικής – ιουδαϊκής εκκλησίας και των πέριξ αυτών, που αφού δεν είχαν επιχειρήματα επιστράτευσαν τη συκοφαντία. Μάλιστα η εκκλησία βάφτισε θανάσιμες αμαρτίες την ανάγνωση, την αναφορά ή τον ψίθυρο οποιασδήποτε ιδέας ή συγγράμματος γύρω από τη δράση του Τυανέα. Αφόρισε οτιδήποτε σχετιζόταν με τον Απολλώνιο ως διαβολικό και ασυγχώρητο, ως παράδειγμα πλάνης και μαγείας.
Αιτία και αφορμή για τον αφορισμό αποτέλεσε και το γεγονός ότι η βιογραφία του Φιλόστρατου για τον «θείο και σοφό θαυματοποιό» Απολλώνιο χρησιμοποιήθηκε το 302-303 μ.Χ. (όταν ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός ξεκίνησε τους διωγμούς των χριστιανών) από τον κυβερνήτη/έπαρχο της Βιθυνίας Σωσσιανό Ιεροκλή, ο οποίος για να αντικρούσει τα περί θαυμάτων του Χριστού έγραψε δίκην προκήρυξης το πόνημα «Ο φιλαλήθης» (ή «Ο εραστής της αλήθειας»), υποστηρίζοντας ότι ο «πολλά και θαυμάσια διαπράξας» Απολλώνιος υπήρξε ανώτερος θαυματοποιός από τον Ιησού. Περνώντας στην αντεπίθεση, ο επίσκοπος Ευσέβιος Καισαρείας έγραψε (περ. το 313 μ.Χ.) το «Contra Hieroclem», χαρακτηρίζοντας τον μάγο Απολλώνιο «ανάξιο σύγκρισης και συναγωνισμού με τον Ιησού Χριστό».
Εκείνο όμως που ξεχείλισε το ποτήρι για το χριστιανικό ιερατείο ήταν η θεωρία που διατυπώθηκε ήδη από τον Μεσαίωνα (5ος – 15ος αι. μ.Χ.), κυρίως όμως κατά την Αναγέννηση (15ος – 17ος αι. μ.Χ.), ότι τον 4ο αι. μ.Χ. οι χριστιανοί παραχάραξαν την ιστορία και δημιούργησαν τον Χριστό με βάση και πρότυπο τη ζωή και δράση του Απολλώνιου Τυανέα! Η εν λόγω θεωρία αναπτύχθηκε και μεταγενέστερα από συγγραφείς όπως ο Γερμανός ιστορικός Frank Thiess (1890-1977), που ονόμασε τον Απολλώνιο «Έλληνα μεσσία», και ο Αμερικανός μυστικιστής R.W. Bernard (1901-1965), με το αιρετικό βιβλίο του «Απολλώνιος ο Ναζωραίος» (1945). Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι με αφετηρία την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.) το ιερατείο των χριστιανών επισκόπων, υπό τη σκέπη του (μετέπειτα) «μέγα» και «αγίου» αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, αποφάσισε να παραχαράξει την ιστορία αντιγράφοντας τον βίο του Απολλώνιου Τυανέα στο πρόσωπο ενός σούπερ υπερφυσικού σωτήρα (Ιησούς Χριστός).
Επιπροσθέτως, ο R.W. Bernard υπογράμμιζε: «Δεν σημειώθηκε ποτέ μεγαλύτερη πολιτισμική απώλεια απ’ ό,τι συνέβη όταν ο χριστιανικός όχλος έβαλε φωτιά στα βιβλία και τα χειρόγραφα της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης για να καταστρέψει όλα τα αρχεία του Απολλώνιου του Τυανέα». Και ευτυχώς, λένε οι απολλώνιοι «πιστοί», που διασώθηκε για 1.000 χρόνια από Άραβες το πιο απαγορευμένο βιβλίο – ο «Βίος Απολλώνιου του Τυανέα» – παρά τις μανιασμένες προσπάθειες των παπικών σταυροφόρων να το βρουν και να το καταστρέψουν.
Από την πλευρά της η Έλενα Πέτροβνα-Μπλαβάτσκι (εκπρόσωπος του ρεύματος της θεοσοφίας που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ψήγματα της θεϊκής ή αιώνιας αλήθειας μπορούν να αναζητηθούν σε όλες τις θρησκείες της ανθρωπότητας) αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο σε έναν από τους τόμους της «Μυστικής διδασκαλίας», κατατάσσοντας τον Απολλώνιο στους μεγαλύτερους μυημένους διδασκάλους όλων των εποχών.
Γράφοντας «Περί της χριστιανικής παράνοιας και του Απολλώνιου Τυανέα», η Ε.Π. Μπλαβάτσκι σχολιάζει σχετικά με τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι «οι παγανιστές ανά τον κόσμο έκλεψαν τα δόγματα του χριστιανισμού»: «Ο Πλάτων και η παλαιότερη Ακαδημία του έκλεψαν τις ιδέες από τη χριστιανική Αποκάλυψη, είπαν οι Αλεξανδρινοί Πατέρες! Οι βραχμάνοι δανείστηκαν από τους Ιησουίτες ιεραποστόλους ενώ και οι Ινδοί μεταμόρφωσαν τον Χριστό στον Κρίσνα για να ταιριάξει στο δικό τους μυαλό! Το ασήμαντο γεγονός ότι η μυθολογία του Κρίσνα, ο βουδισμός και ο πλατωνισμός προηγούνται αιώνες του χριστιανισμού και οι Βέδες είχαν ήδη εκφυλιστεί στον βραχμανισμό πριν από την εποχή του Μωυσή δεν κάνει κάποια διαφορά. Το ίδιο για τον Απολλώνιο από τα Τύανα. Μολονότι οι θαυματουργικές του ικανότητες δεν μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν χάρη στη μαρτυρία των αυτοκρατόρων, των δικαστηρίων τους και των πληθυσμών αρκετών πόλεων και μολονότι λίγοι εξ αυτών είχαν ακούσει για τον Ναζαρηνό προφήτη του οποίου τα “θαύματα” είχαν δει μόνο μερικοί δικοί του απόστολοι, οι προσωπικότητες των οποίων παραμένουν μέχρι σήμερα ιστορικό πρόβλημα, παρ’ όλα αυτά ο Απολλώνιος – κατά τους χριστιανούς – πρέπει να γίνεται αποδεκτός ως ο “πίθηκος του Χριστού”».
Φυσικά, για τη χριστιανική εκκλησία το «απεταξάμην τον Απολλώνιον» ήταν πάντα ένας μεγάλος πονοκέφαλος, που τον αντιμετωπίζουν ρίχνοντας στο πυρ το εξώτερον τον κατά Φιλόστρατον «Βίο του Τυανέα» και όλες τις μεταγενέστερες συγγραφικές μελέτες που υποστηρίζουν την αιρετική θεωρία ότι οι «χριστιανοί δημιούργησαν τον Ιησού σε προσομοίωση με τον Απολλώνιο». Αντιθέτως, μην τολμήσει κανείς να αμφισβητήσει τα ευαγγέλια και την «ιερή» χριστιανό-ιουδαϊκή Βίβλο, θα ρίξει ο Γιαχβέ φωτιά και θα τον κάψει!
Πάντως και σε χριστιανικούς κύκλους υπήρχε ένα κάποιο ψήγμα αμφιβολίας, όπως προκύπτει από το ότι ο χριστιανός απολογητής και φιλόσοφος Ιουστίνος αναρωτιόταν ήδη από τον 2ο αι. μ.Χ.: «Πώς γίνεται και τα φυλαχτά του Απολλώνιου έχουν ισχύ πάνω σε συγκεκριμένα μέρη της δημιουργίας, επειδή αποτρέπουν, όπως βλέπουμε, τη μανία των κυμάτων, τη σφοδρότητα των ανέμων και τις επιθέσεις των άγριων ζώων; Και ενώ τα θαύματα του Κυρίου μας συντηρούνται μόνο από την παράδοση, αυτά του Απολλώνιου είναι πιο πολυάριθμα και αποδεικνύονται πραγματικά σε γεγονότα του παρόντος, έτσι ώστε να παρασύρουν όλους αυτούς που τα βλέπουν»!
Οι χριστιανοί θεολόγοι αντεπιτίθενται και αντιλέγουν
Ο αντίλογος των χριστιανών θεολόγων (και θεολογούντων) εστιάζεται στις ακόλουθες (αντι)ρήσεις:
1) Ο Ιησούς είχε επίκεντρο της διδασκαλίας του τη «βασιλεία των ουρανών» (ή «βασιλεία του Θεού»), που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εξουσία και η κυριαρχία του Θεού, ο νέος κόσμος του Θεού, που ευαγγελιζόταν ο ίδιος ο Ιησούς και ενσαρκωνόταν μέσω του ίδιου και του κύκλου των μαθητών του. Η βασιλεία αυτή εμφανίζεται στα ευαγγέλια ως παρούσα (στο πρόσωπο του Ιησού) και ως μέλλουσα, εσχατολογικά. Οι περισσότερες παραβολές του Ιησού είχαν στο επίκεντρο αυτήν την διδασκαλία της βασιλείας του Θεού. Ο Απολλώνιος δεν είχε ιδέα από αυτή την κεντρική διδασκαλία του Ιησού του Ναζωραίου, δεν αναφέρεται να μίλησε ποτέ γι’ αυτήν, όπως ούτε άλλωστε κάποιος άλλος φιλόσοφος (Πυθαγόρας κλπ).
2) Η βιβλική διδασκαλία της ανάστασης είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη για την εκ φύσεως αθανασία της ψυχής που πίστευαν οι πυθαγόρειοι και οι νεοπυθαγόρειοι (και ο Απολλώνιος) και δεν έχει καμία σχέση με τις μυθολογικές νεκραναστάσεις θεών της φύσης (Διόνυσος, Άδωνης κ.ά.) που λάτρευαν οι πολυθεϊστές. Επιπλέον, μπορεί ο Απολλώνιος να θεωρούνταν θαυματοποιός, αλλά από μια προσεκτική ανάγνωση προκύπτει ότι πρόκειται περί απομίμησης των θαυμάτων του Ιησού (όπως εκείνα με την ανάσταση μιας κόρης και την εκβολή δαιμονίου από έναν νέο).
Στον αντίποδα, τα θαύματα του Ιησού είναι πολλά· καταγράφονται τριάντα πέντε και πολλών ειδών: α) θαύματα εξουσίας πάνω στις δυνάμεις της φύσης, β) θεραπείας φυσικών και πνευματικών ασθενειών, γ) ανάστασης νεκρών. Στην τελευταία κατηγορία ο Ιησούς, εκτός του ότι ο ίδιος ανέστησε τρεις νεκρούς (τον γιο της χήρας στη Ναΐν, την κόρη του Ιαείρου και τον Λάζαρο), είπε σχετικά με την ανάσταση ότι θα αναστήσει τους νεκρούς εν τη εσχάτη ημέρα και πως οι νεκροί θα εξέλθουν εκ των μνημείων ακούγοντας τη φωνή του, πράγμα που μόνο ένας που είναι θεός, υιός θεού και θα ζει αιωνίως μπορεί να υποσχεθεί και να επιτελέσει. Ακόμη, ο Ιησούς αναφέρεται πάνω από σαράντα φορές ως «ραββί»/«δάσκαλος», αλλά ποτέ δεν αποκαλείται «θαυματοποιός».
3) Οι αναφερόμενες προγνώσεις/προβλέψεις φυσικών φαινομένων από τον Απολλώνιο δεν έχουν καμιά σχέση με τις αληθινές προφητείες του μέλλοντος από τον Ιησού. Αν δεχτούμε ότι ο Απολλώνιος προείπε για τον λοιμό/πανούκλα της Εφέσου, η επιδημία ήταν αναπόφευκτη για έναν παρατηρητικό που έβλεπε την αθλιότητα των κατοίκων και την άγνοια στοιχειωδών όρων ζωής. Όσο για την πρόβλεψη του σεισμού της Σμύρνης, επρόκειτο μάλλον περί ευχής. Η πρόγνωσή του για τη Ρώμη («έσται τι μέγα κουκ έσται») είναι τόσο γενική και αόριστη σαν μαντεία τύπου Πυθίας.
Εν αντιθέσει με όλα αυτά, ο Ιησούς αναγνωρίστηκε εξαρχής ως αληθινός μεσσιανικός και εσχατολογικός «προφήτης εκ της Ναζαρέτ», με πάνω από τριακόσιες προφητείες και τυπολογίες να έχουν επισημανθεί για το πρόσωπό του, οι οποίες προλέγουν τον χρόνο και τον τόπο της γέννησής του, τη θεία του προέλευση, τη ζωή του, τη φύση του έργου του, τα θαύματά του, τον θάνατο και την ανάστασή του.
Οι αξιοθαύμαστες προφητείες του μπορούν να καταταχθούν σε τέσσερις κύκλους: α) εκείνες για το πρόσωπό του (σταύρωση, προδοσία Ιούδα, ανάσταση), β) αυτές που αφορούσαν το μέλλον της εκκλησίας του και τη διάδοση του ευαγγελίου της βασιλείας του σε όλα τα έθνη, γ) προφητείες σχετικά με τη Δευτέρα Παρουσία του που είναι θέμα εσχατολογικό, μελλοντολογικό, δ) προφητείες για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού, καθώς και για την τύχη και το μέλλον του Ισραήλ.
Ειδικά για τις τελευταίες, πάντως, ο Ιησούς υποτίθεται ότι τις είπε το 33 μ.Χ. και σε 37 χρόνια, δηλαδή το 70 μ.Χ., καταστράφηκε ολοσχερώς η Ιερουσαλήμ. Μάλιστα, ως επιβεβαίωση των προφητειών της τέταρτης κατηγορίας το ιερατείο επικαλείται την αναφορά τους στα ευαγγέλια. Όμως τα ιστορικά γεγονότα καταρρίπτουν την εν λόγω «επιβεβαίωση», καθώς τα ευαγγέλια γράφτηκαν μετά το 70 μ.Χ. (ίσως και μετά το 90 μ.Χ.), οπότε το γεγονός της καταστροφής του ναού της Ιερουσαλήμ είχε συμβεί!
ΣΧΟΛΙΟ: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ένθετο Τα Αιρετικά της εφημερίδας Documento μαζί με άλλα τρία άρθρα για τον Απολλώνιο. Στο συγκεκριμένο υπάρχουν δύο μικρές ανακρίβειες: Ο Φιλόστρατος δεν αναφέρει καμμία παράδοση για μετά θάνατον ανάσταση του Απολλωνίου αλλά για ανάληψή του, ενώ όπως έχει επισημανθεί ο Γκίμπον δεν υποστηρίζει πουθενά ότι ο Ιησούς ήταν ο Απολλώνιος. Όσο για το απόσπασμα από το βιβλίο της Μπλαβάτσκι φαίνεται να έχει αντιγραφεί από εδώ κατά την πάγια τακτική των δημοσιογράφων να «δανείζονται» πληροφορίες από το διαδίκτυο χωρίς να δίνουν πηγή, ενώ οι προφητείες που αναφέρονται στο τέλος για τον Ιησού, απλά δεν υπάρχουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια με greeklish δεν γίνονται δεκτά.