Translate

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Η Ναζαρέτ στα χρόνια του Ιησού




Ο «Ιησούς από την Ναζαρέτ» αποτελεί τη γνωστότερη ίσως κινηματογραφική παραγωγή που σχετίζεται με την ζωή της κεντρικής φιγούρας του Χριστιανισμού, όπως αυτή περιγράφεται στα ευαγγέλια. Πως θα αντιδρούσατε όμως αν μαθαίνατε ότι η πόλη της Ναζαρέτ δεν αναφέρεται σε κανένα από τα κείμενα της εποχής και πως η ύπαρξή της στα χρόνια όπου τοποθετείται η δράση του Ιησού αποτέλεσε εφεύρεση των πρώτων χριστιανών για να αποκτήσουν νόημα οι ευαγγελικές αφηγήσεις; Ας εξετάσουμε την υπόθεση αυτή αναλυτικότερα…

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που έχουν προκύψει από την έρευνα των Μυθικιστών για τον ιστορικό Ιησού σχετίζεται άμεσα με την γενέτειρά του, την Ναζαρέτ, που αποτελεί στις μέρες μας έναν από τους γνωστότερους προορισμούς χριστιανών προσκυνητών στο Ισραήλ. Κι αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν, δεν υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα που να πιστοποιούν ότι μια τέτοια πόλη όντως υπήρξε στα χρόνια που υποτίθεται ότι έζησε και μεγάλωσε ο Ιησούς.

Στηριζόμενος στα ευρήματα που έχουν έρθει μέχρι στιγμής στο φως, στις επίσημες εκθέσεις των Καθολικών – κυρίως – αρχαιολόγων, αλλά και στα έργα των ιστορικών της περιοχής, ο ερευνητής Rene Salm αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «The Myth of Nazareth: The Invented Town of Jesus» (2008) στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι ο τόπος που σήμερα αποκαλείται Ναζαρέτ κατοικήθηκε μόλις μετά το 70 μ.α.χ.χ, αμέσως δηλαδή μετά το τέλος του πρώτου Ιουδαϊκού Πολέμου.

Ψάξε ψάξε…

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αναζητώντας κανείς την ιστορική Ναζαρέτ σε προευαγγελικές πηγές, η αλήθεια είναι ότι δεν θα εντοπίσει καμία απολύτως αναφορά για αυτήν. Ούτε η Παλαιά Διαθήκη, ούτε το εβραϊκό Ταλμούδ, ούτε ο Παύλος, ούτε κάποιος αρχαίος γεωγράφος δεν κάνει αναφορά σε κάποια Ναζαρέτ στην Γαλιλαία. Ακόμα και ο μεγάλος Ιουδαίος ιστορικός, Φλάβιος Ιώσηπος (37-100 μ.α.χ.χ), δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα για την Ναζαρέτ, αν και στο έργο του απαριθμεί και παρουσιάζει 45 περίπου πόλεις και χωριά της ευρύτερης περιοχής. Παρ’ όλα αυτά, φροντίζει να αναφερθεί στην πόλη Γιάφα, που βρίσκεται ένα περίπου μίλι νοτιοδυτικά της σημερινής πόλης της Ναζαρέτ. Μάλιστα ο ίδιος μάλιστα φαίνεται πως έζησε εκεί για ένα διάστημα.

Όμως η γεωγραφική θέση της Γιάφα δεν υπήρξε σταθερή. Κατά την εποχή του Μπρούντζου και του Σιδήρου φαίνεται να περιελάμβανε και την περιοχή που βρίσκεται η σημερινή Ναζαρέτ. Τα ίδια ισχύουν και για αρκετές από τις μεγάλες πόλεις της Ιουδαίας που αναφέρονται στην Π. Διαθήκη. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα αρχαιολογικά στοιχεία (αρκετά από τα οποία ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια ερευνών Καθολικών αρχαιολόγων τη δεκαετία του 1920), η περιοχή της σημερινής Ναζαρέτ (με την ονομασία Γιάφα) κατοικείτο από το 2.000 π.α.χ.χ έως το 730 π.α.χ.χ. Τότε ήταν που οι Ασσύριοι εισέβαλλαν στο Ισραήλ και κατέστρεψαν αρκετές πόλεις. Έτσι από τα τέλη του 8ου προχριστιανικού αιώνα, η περιοχή εγκαταλείπεται και δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να μαρτυρά ανθρώπινη παρουσία. Άλλωστε ο αποπληθυσμός της Γαλιλαίας εκείνη την χρονική περίοδο δεν αφορά μόνο την Γιάφα, όπως διαβεβαιώνει μέσω της έρευνάς του ο Ισραηλινός αρχαιολόγος Zvi Gal. Παρ’ όλα αυτά η επίσημη θέση της εκκλησίας είναι πως η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η πόλη της Ναζαρέτ κατοικείται αδιαλείπτως από το 2.000 π.α.χ.χ μέχρι και σήμερα…

Στα… νεότερα χρόνια

Όπως μας πληροφορεί ο εβραίος ιστορικός Ιώσηπος, η συναγωγή της «νέας» Γιάφα καταστράφηκε από επιδρομή των Ρωμαίων το 67 μ.α.χ.χ στα πλαίσια του Ιουδαϊκού Πολέμου. 15.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, ενώ τα γυναικόπαιδα πιάστηκαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν μακριά.

Οι επιζήσαντες έπρεπε να αναζητήσουν έναν τόπο για την ταφή των νεκρών τους. Και η ιδανική περιοχή βρέθηκε σε μια καλά προστατευμένη κοιλάδα, ένα περίπου μίλι βορειοανατολικά. Πάνω σε αυτή την «ανώνυμη» νεκρόπολη χτίστηκε χρόνια μετά η πόλη με το όνομα Ναζαρέτ, κάτι που – σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό ερευνητή Kenneth Humphreys – έγινε κατά την «εξέγερση του Μπαρ Κοχμπά» το 135 μ.α.χ.χ.



Πάνω σε αυτά τα αντικείμενα «παίζεται» τις τελευταίες δεκαετίες όλο το debate αναφορικά με την ιστορικότητα της πόλης της Ναζαρέτ στα χρόνια που τοποθετείται από τα ευαγγέλια η δράση του Ιησού.

Οι λάμπες λαδιού και η αρχαιολογική έρευνα

Ποια είναι όμως τα σημαντικότερα χρονολογημένα αρχαιολογικά ευρήματα πάνω στα οποία έχουν «πατήσει» οι υποστηρικτές της υπόθεσης για την ύπαρξη της Ναζαρέτ στα χρόνια του Ιησού; Αυτά αφορούν κυρίως έξι λάμπες λαδιού που ανακαλύφθηκαν το 1931 και χαρακτηρίστηκαν από τον Καθολικό συγγραφέα, C. Kopp, ως «ελληνιστικές», της περιόδου δηλαδή ανάμεσα στο 330 και το 63 π.α.χ.χ. Στην πραγματικότητα οι λάμπες αυτές προέρχονται από την Μέση και Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, δηλαδή κάπου ανάμεσα στο 70 και το 300 μ.α.χ.χ, όπως παραδέχεται στην μελέτη του το 1969 ο Καθολικός αρχαιολόγος, Eugenio Bagatti.

Η αλήθεια είναι ότι τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα της «νέας εποχής» που έχουν έρθει στο φως, ξεκινούν από τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα και αφορούν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό λαμπών λαδιού «Ηρωδικού» τύπου. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αυτού του τύπου οι λάμπες – έχουν δανειστεί το όνομά τους από την οικογένεια των Ηρώδων – χρησιμοποιούνταν στην περιοχή της Γαλιλαίας έως και το 150 μ.α.χ.χ. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν εδώ είναι «πόσο παλιές είναι αυτές οι λάμπες;». Την απάντηση ήρθε να δώσει η αρχαιολόγος Nurit Feig, η οποία το 1981 έφερε στο φως αρκετές τέτοιες λάμπες – όμοιες με αυτές που είχαν ανακαλυφθεί νωρίτερα από τον Bagatti – σε ένα σύμπλεγμα τάφων 2,6 χιλιόμετρα ανατολικά του «ναού της Σύλληψης». Μέσω των σύγχρονων μεθόδων χρονολόγησης, η Feig κατέληξε στο συμπέρασμα πως η κατασκευή αυτών των «Ηρωδικού» τύπου λαμπών πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στο 50 και το 150 μ.α.χ.χ.

Γιατί Ναζαρέτ;

Αν τελικά η πόλη της Ναζαρέτ δεν υπήρξε στα χρόνια που τα ευαγγέλια τοποθετούν τη δράση του Ιησού, τότε γιατί οι συγγραφείς τους να έπλασαν μια φανταστική πόλη για τον πρωταγωνιστή των έργων τους; Και το κυριότερο, γιατί επέλεξαν να την ονομάσουν έτσι; Μια γλωσσολογική έρευνα στο όλο ζήτημα δείχνει να παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και κατά τους σύγχρονους Μυθικιστές, ίσως να αποτελεί την λύση του «μυστηρίου Ναζαρέτ».

Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς χαρακτηρίζεται ως «Ναζωραίος» ή «Ναζαρηνός» δώδεκα φορές. Ο όρος αυτός σήμαινε στα εβραϊκά τον «κεχρισμένο» (η λέξη Nazara είχε τη σημασία της αλήθειας) ή τον «Εσσαίο». Οι Εσσαίοι ήταν μια ιουδαϊκή εσχατολογική σέκτα εκείνης της περιόδου που φυσικά δεν είχε απολύτως καμία σχέση με κάποιον τόπο ονόματι Ναζαρέτ.

Φαίνεται όμως πως οι δημιουργοί των ευαγγελικών κειμένων (που είχαν οπωσδήποτε άμεση επαφή με πρότερα ιουδαϊκά εσχατολογικά χωρία – είναι άλλωστε γνωστή και προφανής η ευαγγελική απόπειρα σύνδεσης της δράσης του Ιησού με προφητείες και πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης), δεν κατανόησαν αυτές τις ετυμολογίες και έδωσαν στον όρο Ναζωραίος έναν καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Έτσι η μετέπειτα «εφεύρεση» μιας πόλης με το όνομα Ναζαρέτ, μέσα στην οποία θα μεγάλωνε ο μικρός Ιησούς, ήταν επιτακτική.



Η πόλη της Ναζαρέτ όπως είναι σήμερα.


Το παράδοξο με τον ναό της σύλληψης

Ο «ναός της σύλληψης» στην Ναζαρέτ, χτίστηκε στο σημείο που, σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίστηκε στην Μαρία ο άγγελος Γαβριήλ αναγγέλοντάς της την γέννηση του Ιησού. Η μεγαλοπρεπής αυτή εκκλησία έχει ανεγερθεί πάνω από το «πηγάδι της Παναγίας», το οποίο ανακάλυψε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες η 80χρονη Ελένη (μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου), μετέπειτα αγία των χριστιανών, κατά την επίσκεψή της στην περιοχή στις αρχές του 4ου μεταχριστιανικού αιώνα.

Το περίεργο όμως είναι πως ο «ναός της σύλληψης» έχει ανεγερθεί ακριβώς στο κέντρο ενός προγενέστερου αρχαίου ρωμαϊκού νεκροταφείου. Γεγονός παράδοξο, καθώς σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, η επαφή με τους νεκρούς αποτελούσε ένα καθαρτικό τελετουργικό, γι’ αυτό και οι τάφοι έπρεπε να σκάβονται αρκετά έξω από τα όρια της εκάστοτε πόλης ή χωριού. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη ενός νεκροταφείου μέσα στα όρια μιας Ιουδαϊκής πόλης του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα ήταν ουσιαστικά απαγορευτική.

Το στοιχείο αυτό έμοιαζε να αγνοείται από τους καθολικούς αρχαιολόγους μέχρι και την δεκαετία του ’50. Όταν το ζήτημα «άνοιξε» προς συζήτηση, κάποιοι από αυτούς έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν πως οι συγκεκριμένοι τάφοι φιλοξενούσαν μέλη της οικογένειας του Ιησού ή, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Bagatti, πως επρόκειτο για τάφους σταυροφόρων (!), απόψεις οι οποίες γρήγορα εγκαταλείφθηκαν κάτω από το βάρος των ευρημάτων. Έτσι το θέμα… «ξεχάστηκε» για να επανέλθει στις μέρες μας από τον Salm.

Να σημειωθεί εδώ ότι αντίστοιχη παράδοξη ιστορία υπάρχει και με την ανακάλυψη του «Τιμίου Σταυρού» (και πάλι από την Ελένη!), που υποτίθεται πως βρέθηκε κάτω από ναό της Αφροδίτης τρεις αιώνες μετά τα γεγονότα που περιγράφονται στα ευαγγέλια. Ως γνωστόν, οι Εθνικοί/Παγανιστές δεν έχτιζαν τους ναούς και τα ιερά τους σε τοποθεσίες που κατά το παρελθόν είχαν στηθεί εκτελεστικά αποσπάσματα ή γεγονότα που περιελάμβαναν βασανισμούς.

Μυθικισμός

Η συνωμοσία της σιωπής



 
 
Φανταστείτε πως είστε ένας φοιτητής του Ιστορικού που πρέπει να κάνει μια εργασία για τη ζωή του Γεωργίου Ουάσινγκτον, του πρώτου προέδρου των ΗΠΑ και ενός από τους πιο σημαντικούς πατέρες του αμερικανικού έθνους.

Εκ πρώτης όψεως η εργασία φαίνεται πολύ εύκολη. Υπάρχουν ένα κάρο εγκυκλοπαίδειες και βιβλία με βιογραφικά στοιχεία για τον Ουάσινγκτον γραμμένα από σοβαρούς ακαδημαϊκούς. Οποιοσδήποτε από αυτούς θα αρκούσε για να γραφεί μια αρκετά λεπτομερής εργασία. Επειδή όμως είστε πολύ επιμελείς, αυτό δε σας αρκεί. Για να αποκτήσετε ιδιαίτερα λεπτομερή εικόνα θέλετε να αγνοήσετε τις σύγχρονες πηγές, που γράφτηκαν αιώνες μετά τα γεγονότα, και να χρησιμοποιήσετε απ’ ευθείας τις πρωτογενείς πηγές. Θέλετε να βασίσετε την εργασία σας σε στοιχεία από πρώτο χέρι: γράμματα που έγραψε ο ίδιος ο Ουάσινγκτον, βιογραφίες που έγραψαν άνθρωποι που τον γνώριζαν προσωπικά και ιστορίες για τα λόγια και τα έργα του που γράφτηκαν όσο ακόμα ζούσε.

Χτενίζοντας τα αρχεία όμως, ανακαλύπτετε κάτι παράδοξο· δεν μπορείτε να εντοπίσετε καθόλου πρωτογενείς πηγές. Αν και ο Ουάσινγκτον υποτίθεται πως έκανε πολλά θαυμαστά πράματα – διοίκησε τον Ηπειρωτικό Στρατό, απελευθέρωσε τις αμερικανικές αποικίες από την Βρετανία, προήδρευσε της εθνοσυνέλευσης που έγραψε το Σύνταγμα των ΗΠΑ, έγινε ο πρώτος Πρόεδρος των ΗΠΑ – αλλά για κάποιο λόγο δεν υπάρχουν καθόλου αρχεία γραμμένα από άτομα που έζησαν τα γεγονότα ή απλά από άτομα που ζούσανε εκείνη την περίοδο. Οι ιστορικοί που ζούσαν την περίοδο του Ουάσινγκτον καθώς και αυτοί που έζησαν αμέσως μετά δεν τον αναφέρουν καθόλου. Οι πρώτες αναφορές δεν εμφανίζονται παρά σε αναξιόπιστα και κατακερματισμένα αρχεία που γράφτηκαν δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Με τον καιρό οι αναφορές γίνονται περισσότερες μέχρι που έναν αιώνα αργότερα ένα σωρό ιστορικοί που δεν τον γνώρισαν, ούτε τον είδαν ποτέ όλοι μαρτυρούν την ύπαρξή του και τα έργα του. Αυτά τα γραπτά είναι που έφτασαν μέχρι τις μέρες μας και δημιούργησαν την αφθονία στοιχείων που έχουμε σήμερα· όχι οι πρωτογενείς πηγές.

Δεν θα αρχίζατε να υποπτεύεστε πως κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει;

Σύμφωνα με τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, η φήμη του Ιησού έφτασε στα πέρατα της οικουμένης όσο ζούσε. Ήταν γνωστός στο Ισραήλ αλλά και εκτός αυτού (Μτ 4:25), ήταν γνωστός όχι μόνο ως διδάσκαλος και σοφός, αλλά και ως προφήτης και θαυματοποιός (Μτ 14:5, Λκ 5:15, Ιω 6:2). Μεγάλα πλήθη τον ακολουθούσαν όπου πήγαινε (Λκ 12:1), μετέστρεψε αρκετούς Εβραίους ώστε να οργίσει τους Φαρισαίους (Ιω 12:11), τράβηξε την προσοχή πολλών Εβραίων και Ρωμαίων ηγετών (Μτ 14:1, Λκ 19:47). Και όταν σταυρώθηκε έγιναν πολλά σημεία σε μεγάλη κλίμακα: ένας μεγάλος σεισμός (Μτ 27:51) παγκόσμια τρίωρη συσκότιση (Λκ 23:44) και τα σώματα των αγίων αναστήθηκαν από τους τάφους τους και άρχισαν να περπατάν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, εμφανιζόμενοι σε πολλούς (Μτ 27:52-53).

Αν όλα αυτά όντως έγιναν, είναι απίστευτο που οι ιστορικοί της εποχής δεν τα πρόσεξαν.

Κι όμως, όταν εξετάζουμε τα στοιχεία, αυτό ακριβώς βλέπουμε. Ούτε ένας σύγχρονος ιστορικός δεν αναφέρει τον Ιησού. Το ιστορικό αρχείο δεν έχει αναφορές σ’ αυτόν για αρκετές δεκαετίες μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του. Οι πρώτες-πρώτες εξωβιβλικές αναφορές είναι δύο σύντομα χωρία στο έργο του ιστορικού Ιώσηπου που γράφτηκαν γύρω στο 90 Κ.Χ., αλλά το πρώτο θεωρείται σχεδόν από όλους ότι είναι πλαστογραφία, ενώ εικάζεται πως πλαστό είναι και το δεύτερο. Η πρώτη αυθεντική εξωβιβλική αναφορά σε ένα ιστορικό, ανθρώπινο Ιησού δεν εμφανίζεται παρά στα μέσα του 2ου αι.

Ελάχιστοι Χριστιανοί απολογητές θα αναφέρουν όλα αυτά τα θαυμαστά γεγονότα, αλλά όπως και στην υποθετική ιστορία με τον Ουάσινγκτον, μπορούμε να υποθέσουμε πως κάτι είναι ύποπτο. Η ρόδινη εικόνα των ευαγγελίων με έναν περιπλανώμενο άγιο θαυματοποιό που τον ακολουθούσαν πλήθη χιλιάδων δεν έχει καμία σχέση με την καταγεγραμμένη ιστορία και η πραγματικότητα είναι πως δεν υπάρχουν αναφορές στον άνθρωπο Ιησού μέχρι το τέλος του 1ου αι.

Γιατί αυτό; Σίγουρα δεν έφταιξε το ότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι ιστορικοί εκείνοι την περίοδο. Υπήρχε, για παράδειγμα, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, ένας Εβραίος φιλόσοφος που έζησε από το 20 π.Κ.Χ. μέχρι το 50 Κ.Χ. Οι απόψεις του είχαν επηρεαστεί από τον Πλατωνισμό και είχαν αρκετά κοινά σημεία με το Χριστιανισμό και τα γραπτά του δείχνουν ότι είχε ενδιαφέρον για παρακλάδια όπως οι Εσσαίοι και οι Θεραπευτές. Έγραψε για τον Πόντιο Πιλάτο και, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ζούσε μέσα ή κοντά στην Ιερουσαλήμ την περίοδο που ο Ιησούς πέθανε και συνεπώς πρέπει να είχε δει τα σημεία. Ωστόσο κανένα βιβλίο του δεν αναφέρει τον Ιησού ή τον Χριστιανισμό.

Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς της περιόδου. Ο Ιούστος της Τιβεριάδος, ένας ντόπιος Γαλιλαίος ιστορικός που συνέγραψε γύρω στο 80 Κ.Χ. καλύπτοντας την περίοδο που έζησε ο Ιησούς, δεν τον αναφέρει. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Σενέκας ο Νεότερος που γεννήθηκε γύρω στο 3 π.Κ.Χ. και πέθανε γύρω στο 60 Κ.Χ. έγραφε συχνά περί ηθικής, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του. Ο ιστορικός Πλίνιος ο Πρεσβύτερος γεννήθηκε γύρω στο 20 Κ.Χ. Έγραφε συχνά για επιστήμη και φυσικά φαινόμενα, αλλά στην 37-τομη «Φυσική Ιστορία» του δεν αναφέρει για κάποιον σεισμό ή παράξενο σκοτάδι την περίοδο που πέθανε ο Ιησούς, παρόλο που ζούσε όταν υποτίθεται ότι συνέβησαν όλα αυτά. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε μία σύγχρονη καταγραφή του σκοταδιού και κανείς δεν αναφέρει ούτε το σεισμό· πόσο μάλλον ένα μάτσο αναστημένους αγίους.

Τέτοια γεγονότα δημιουργούν ιστορικούς. Το να υποθέτουμε πως ούτε ένα άτομο από εκείνα που βίωσαν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα δεν ένιωσε την ανάγκη να τα καταγράψει ή ότι κανείς δεν έκανε τον κόπο να συντηρήσει τέτοια αρχεία είναι στα όρια του παραλόγου. Μόνο και μόνο οι θαυματουργές ιάσεις του Ιησού, αν μαθεύονταν, θα προσέλκυαν μια πληθώρα κόσμου απελπισμένου για γιατρειά απ’ όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παράλληλα, αν μαθευόταν πως μπορούσε να αναστήσει και τους νεκρούς, όπως λένε τα ευαγγέλια (Μτ 9:25-26) τα πλήθη θα ήταν δεκαπλάσια. Σίγουρα κάποιος θα έγραφε για κάτι τέτοιο, έστω και αν το απέρριπτε ως λαϊκή δεισιδαιμονία. Και γεγονότα όπως η συσκότιση του ήλιου και η ανάσταση των αγίων, αν όντως συνέβησαν, θα είχαν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας και θα είχαν παράξει μια πληθώρα αναφορών γεμάτων δέος. Το να πούμε πως οι μετέπειτα γενιές απλά άφησαν αυτή την γνώση να εξαφανιστεί παύει να είναι απλά απίστευτο και καταντά γελοίο.

Ο μόνος λογικός τρόπος για να το εξηγήσουμε αυτό, πέρα από το να να υποθέσουμε μια «συνωμοσία σιωπής» μεταξύ των αρχαίων συγγραφέων, είναι ότι τα θαυμαστά αυτά γεγονότα που καταγράφονται στα ευαγγέλια δεν συνέβησαν ποτέ. Και κάποιοι μετριοπαθείς πιστοί μπορεί να προτιμήσουν αυτή την επιλογή. Μπορεί να πουν: Ναι, τα ευαγγέλια είναι έργο ανθρώπων. Μπορεί να υπερέβαλαν τη φήμη του Ιησού ή και να εφηύραν και μερικά θαύματα για να κάνουν πιο μουράτη την ιστορία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο Ιησούς δεν υπήρξε. Ίσως τα ευαγγέλια να διατήρησαν τον ιστορικό πυρήνα, λέγοντας την ιστορία ενός μεταρρυθμιστή Γαλιλαίου ραββίνου, η οποία διανθίστηκε από τις μετέπειτα γενεές.

Σ’ αυτό θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε πως δεν είναι πως οι ιστορικοί της εποχής απλά δεν επιβεβαιώνουν τις λεπτομέρειες των ευαγγελίων, αλλά δεν αναφέρουν καθόλου τον Ιησού. Αν ήταν όντως ένα αληθινό πρόσωπο που έκανε έστω και κάποια από τα πράματα που αναφέρει η Βίβλος, δεν είναι παράλογο να τον είχε προσέξει τουλάχιστον ένας ιστορικός. Ο Ιώσηπος και άλλοι γράφουν για ψευδομεσσίες της εποχής τους. Φυσικά, αν υποθέσει κάποιος έναν Ιησού που δεν έκανε θαύματα και δεν τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή των συγχρόνων του, τότε προφανώς δεν μπορεί να αποδειχθεί πως ένα τέτοιο πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ. [...]

Τα ευαγγέλια δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απόδειξη της ιστορικότητας του Ιησού, αφού η ίδια τους η αξιοπιστία είναι που τίθεται υπό αμφισβήτηση. Όταν ισχυρίζονται συγκλονιστικά γεγονότα που η ιστορία της εποχής δεν επιβεβαιώνει (όπως είδαμε περιληπτικά και παραπάνω) αυτό από μόνο αρκεί για θέσει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία τους. Επιπλέον, περιέχουν πολλές εσωτερικές αντιφάσεις που υποδηλώνει πως οι συγγραφείς δεν κατέγραψαν ιστορικά γεγονότα που ανακαλούσαν, αλλά μια ιστορία, όπου ένιωθαν άνετα να αλλάξουν κάποια σημεία για να τονίσουν κάτι. Τέλος, τα ίδια τα ευαγγέλια δεν είναι πρωτογενείς πηγές. Για την ακρίβεια, οι πρώτες αναφορές στα ευαγγέλια εμφανίζονται στα κείμενα του Ιουστίνου του Μάρτυρα και του Ειρηναίου του Λουγδούνου γύρω στο 150 Κ.Χ.! Αυτό σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι γράφτηκαν το νωρίτερο στα τέλη του 1ου αι., δεκαετίες μετά τα γεγονότα που περιγράφουν και μετά από χρόνο επαρκέστατο για να ανακατευθούν τα γεγονότα με τη μυθολογία και το θρύλο. Τέλος τα ευαγγέλια δεν είναι ανεξάρτητες μαρτυρίες. Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι το κατά Μάρκον είναι το απλούστερο και γι’ αυτό πιθανότατα το παλαιότερο ευαγγέλιο που παρέχει την βασική ιστορία πάνω στην οποία χτίζουν ο Ματθαίος, ο Λουκάς και ενδεχομένως ο Ιωάννης, προσθέτοντας και αλλάζοντας λεπτομέρειες. Στην καλύτερη περίπτωση τα ευαγγέλια παρέχουν ανώνυμες, αργοπορημένες, θεολογικά κατευθυνόμενες πληροφορίες με λεπτομέρειες που οι άλλες σύγχρονες πηγές δεν επιβεβαιώνουν.

Αν ο Ιησούς Χριστός υπήρξε πραγματικά ως ιστορικό πρόσωπο, θα περιμέναμε να βρούμε πρωτογενείς, σύγχρονες μαρτυρίες· καταγεγραμμένα λόγια του και πράξεις του, γραμμένα από ανθρώπους που τον είδαν ή τουλάχιστον ζούσαν όταν ζούσε κι εκείνος. Θα περιμέναμε να υπήρχαν άφθονες μαρτυρίες από την αρχή. Από την άλλη, αν είναι απλά ένας θρύλος που αργότερα θεωρήθηκε αληθινό πρόσωπο, είναι φυσιολογικό να μη βρίσκουμε πρωτογενείς μαρτυρίες για την ζωή του. Είναι φυσιολογικό τα ιστορικά αρχεία να είναι ελάχιστα ή ανύπαρκτα και οι λεπτομέρειες να εμφανίζονται αργότερα, καθώς οι ιστορίες για τον θρύλο άρχισαν να διαδίδονται και να εμπλουτίζονται με κάθε επανάληψη. Είναι φυσιολογικό οι ξεκάθαρες αναφορές να εμφανίζονται πολύ μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του. Και φυσικά, αυτό είναι το σενάριο που βρίσκουμε και στην πραγματικότητα.

Οι Χριστιανοί απολογητές συχνά επιμένουν πως τα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη του Ιησού είναι τόσο ισχυρά που το να αρνηθούμε την ύπαρξή του θα σήμαινε πως θα έπρεπε να αρνηθούμε την ύπαρξη και πολλών άλλων ιστορικών μορφών, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Αβραάμ Λίνκολν. Η σύγκριση αυτή όμως είναι άκυρη. Γνωρίζουμε πως άτομα όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Λίνκολν υπήρξαν ακριβώς επειδή έχουμε πρωτογενή στοιχεία: αντικείμενα φτιαγμένα από τους ίδιους, πράγματα που έγραψαν οι ίδιοι ή που έγραψαν οι σύγχρονοί τους γι’ αυτούς. Στην περίπτωση του Ιησού όμως δεν έχουμε τέτοια στοιχεία. Η μορφή των στοιχείων ταιριάζουν καλύτερα με τη γέννηση και τη διάδοση ενός θρύλου. Όπως είπε και κάποιος γνωστός, το να δεχόμαστε άκριτα την ιστορικότητα του Ιησού είναι σαν να διυλίζουμε κώνωπες και να καταπίνουμε καμήλους.

On the Way to Ithaca

Προβλήματα με τα Ευαγγέλια





Ο κήπος της Γεσθημανή

Αναλογιστείτε τη σκηνή στον Κήπο της Γεσθημανή. Όλοι οι Συνοπτικοί λένε την ιστορία περίπου το ίδιο (εκτός από τον Ιωάννη που την παραλείπει επειδή δεν του αρέσει να δείχνει τον Ιησού σε στιγμές ανθρώπινης αδυναμίας). Τη νύχτα πριν τη σύλληψή του, τη νύχτα πριν τη σταύρωσή του, ο Ιησούς νιώθει για μία φορά στη ζωή του ανησυχία, ίσως και φόβο για το μέλλον. Σε έναν κήπο ονόματι Γεσθημανή αφήνει τους περισσότερους μαθητές του πίσω, παίρνοντας μαζί του μόνο τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και τους λέει να τον φυλάνε ενώ πάει να προσευχηθεί. Όταν επιστρέφει τους βρίσκει και τους τρεις να κοιμούνται. Αυτό συμβαίνει άλλες δυο φορές για έμφαση και έπειτα έρχεται ο Ιούδας με τους στρατιώτες για να τον συλλάβουν. Η ιστορία βρίσκεται στον Μάρκο στο κεφάλαιο 14, στον Ματθαίο στο 26 και στον Λουκά στο 22.

Το πρόβλημα είναι το εξής: τα ίδια τα ευαγγέλια λένε πως ενώ ο Ιησούς προσευχόταν, οι μαθητές είχαν μείνει πίσω με εξαίρεση τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που και αυτοί κοιμόντουσαν. Εν ολίγοις, κανείς δεν παρακολουθούσε τον Ιησού να προσεύχεται. Ωστόσο τα ευαγγέλια καταγράφουν τη σκηνή σαν να μην αποτελεί αυτό πρόβλημα! Πώς γίνεται αυτό; Ποιος τα κατέγραψε αυτά;

Οι Φαρισαίοι πηγαίνουν στον Πιλάτο

Το ίδιο πρόβλημα εμφανίζεται στο τέλος του Ματθαίου 27:62-66. Οι Φαρισαίοι πηγαίνουν κρυφά στον Πιλάτο και του ζητάνε να βάλει φρουρούς στον τάφο για να εμποδίσουν τους Χριστιανούς να κλέψουν το σώμα του αρχηγού τους. Πώς γίνεται να βρίσκεται αυτό μέσα σε ένα ευαγγέλιο; Ποιος τα κατέγραφε αυτά; Σίγουρα κανείς από τους μαθητές του Ιησού ή τους υποστηρικτές του δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό αυτό.

Οι πειρασμοί του Ιησού στην έρημο

Άλλη μια φορά, σε άλλη μία διάσημη ευαγγελική περικοπή, βλέπουμε τους ευαγγελιστές να καταγράφουν πληροφορίες για τη ζωή του Ιησού στις οποίες δε θα έπρεπε να είχαν πρόσβαση. Μετά τη βάπτισή του ο Ιησούς πηγαίνει στην έρημο για να νηστέψει για 40 μέρες και ο Σατανάς τον πειράζει προσφέροντάς του δύναμη και δόξα. Και πάλι – ποιος τα καταγράφει αυτά; Πήγε κάποιος ευαγγελιστής μαζί του στην έρημο; Μήπως πήγαν παραπάνω; Γιατί ο Μάρκος έγραψε πρώτος το ευαγγέλιό του, αλλά οι άλλοι γράφουν περισσότερες λεπτομέρειες. Αλλά κι αυτό είναι αδύνατο γιατί, σύμφωνα με τους Συνοπτικούς, ο Ιησούς κάλεσε τους πρώτους μαθητές μετά τους πειρασμούς του.

Η συνωμοσία μεταξύ Φρουρών και Φαρισαίων

Και πάλι στο Ματθαίο στο 28:11-15 βλέπουμε να καταγράφεται χωρίς δυσκολία μια σκηνή την οποία κανείς ακόλουθος του Ιησού δε θα μπορούσε να είχε δει. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε τους ιερείς να συνωμοτούν με τους φρουρούς μετά την ανάσταση και να τους δωροδοκούν για να πουν πως οι μαθητές κλέψανε το σώμα του. Ήταν παρών ο Ματθαίος για να το ακούσει αυτό; Πώς είναι δυνατόν τα ευαγγέλια να καταγράφουν περιστατικά που οι συγγραφείς δεν θα μπορούσαν να έχουν δει οι ίδιοι; [ΣτΜ: Σ’ αυτή την περίπτωση πάντως, θα μπορούσαν οι μαθητές να είχαν δει τους Ρωμαίους να διαδίδουν τη φήμη και εύλογα να υπέθεσαν πως υπήρξε κάποια συνωμοσία.]

Η λίστα είναι μεγάλη. Ο Ματθαίος στο 27:19 γράφει για ένα γράμμα που έστειλε η γυναίκα του Πιλάτου στον άντρα της και στο 27:3-8 περιγράφει πως ο Ιούδας επέστρεψε τα αργύρια στους ιερείς και μετά κρεμάστηκε από τις τύψεις (Μήπως έκανε μια γρήγορη παράκαμψη για να τα πει στους μαθητές;). Ο Λουκάς στο 7:39 μας λέει τι σκεφτόταν ένας Φαρισαίος.

Όλα αυτά είναι πληροφορίες που οι συγγραφείς των ευαγγελίων δε θα έπρεπε να ξέρουν. Ωστόσο, αν υποθέσουμε πως απλά γράφανε μια φανταστική ιστορία χρησιμοποιώντας διήγηση τρίτου προσώπου, το πρόβλημα αυτό εξατμίζεται.

Η προφανής χριστιανική απάντηση σ’ αυτά είναι ότι οι συγγραφείς των ευαγγελίων θα μπορούσαν να τα έχουν μάθει όλα αυτά μέσω θείας αποκάλυψης, αλλά υπάρχει απάντηση σ’ αυτό. Βάσει της παραδοσιακής εξήγησης, οι συγγραφείς γράψανε πράγματα που βίωσαν οι ίδιοι ως επί το πλείστον. Αλλά αυτές οι αποκαλυψούλες βρίσκονται σκόρπιες σε όλο το κείμενο και δεν ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο κείμενο, ούτε αναφέρεται πως αυτά διαφέρουν από τα υπόλοιπα που καταγράφονται. Αν κάποια τα είδαν οι ίδιοι, ενώ άλλα τους αποκαλύφθηκαν θαυματουργά από το Θεό, δε θα έπρεπε να κάνουν αυτή τη διάκριση; Δε θα έπρεπε να είχαν γράψει μια σημείωση για να ξέρει ο αναγνώστης τη διαφορά; Δεν πρόκειται για παράλογη απαίτηση – ο Παύλος το κάνει αυτό στο Α΄ προς Κορινθίους 7, όπου διακρίνει τις θείες εντολές από τις δικές του απόψεις. Γιατί δεν το κάνουν αυτό οι ευαγγελιστές; Γιατί ο Παύλος το θεωρεί απαραίτητο, αλλά αυτοί όχι; Ο Λουκάς μάλιστα το αποκλείει και ως πιθανότητα όταν από τους πρώτους στίχους μας λέει πως η ιστορία του βασίζεται σε αυτόπτες μάρτυρες. Πουθενά δεν αναφέρει πως μέρος της είναι από αποκάλυψη. Είναι σημαντική παράλειψη, για να μην πω προσβολή προς το Θεό, το να μάθεις πράγματα με θαυμαστό τρόπο και μετά να τα παρουσιάσεις λες και τα είδες να συμβαίνουν με τα μάτια σου.

Επιπλέον, αν όντως είχαν μάθει πράγματα μέσω αποκάλυψης, τότε είναι σχεδόν σίγουρο πως οι ευαγγελιστές θα το ανέφεραν στα γραπτά τους. Το «δεν ήσασταν εκεί για να τα δείτε αυτά» θα ήταν σίγουρα η πιο συχνή ένσταση κατά του πρώιμου Χριστιανισμού και σίγουρα δε θα βοηθούσε το ότι οι ευαγγελιστές κατέγραφαν περιστατικά που δε βίωσαν οι ίδιοι. Η μόνη άμυνα θα ήταν να αποκαλύψουν με ποιο τρόπο έμαθαν αυτές τις πληροφορίες, αλλά δεν το κάνουν.

On the Way to Ithaca