Όταν ο Απολλώνιος έφτασε στην Βαβυλώνα, ο σατράπης στις μεγάλες πύλες, μαθαίνοντας ότι έχει έλθει με σκοπό να πλουτίσει τις γνώσεις του, του παρουσίασε ένα χρυσό ομοίωμα του βασιλιά, το οποίο αν δεν προσκυνούσε κάποιος, δεν του επιτρεπόταν να μπει στην πόλη. Αυτό δεν επιβαλλόταν στους πρεσβευτές των Ρωμαίων, όποιος όμως ερχόταν από τους βαρβάρους ή περιόδευε την χώρα, το θεωρούσαν προσβολή αν δεν προσκυνούσε το ομοίωμα. Τέτοιες ανοησίες επιβάλλουν οι σατράπες στις χώρες των βαρβάρων.
Όταν λοιπόν ο Απολλώνιος είδε το ομοίωμα ρώτησε «ποιος είναι αυτός;», και ακούγοντας ότι είναι ο βασιλιάς είπε: «Αυτός που προσκυνείτε , αν επαινεθεί από μένα, αφού αποδειχθεί καλός και αγαθός, θα έχει λάβει την μεγαλύτερη τιμή». Και λέγοντας αυτά πέρασε από τις πύλες. [...]
Όταν παρουσιάστηκε ο Απολλώνιος, ο πιο ηλικιωμένος από αυτούς τον ρώτησε, γιατί έδειξε περιφρόνηση απέναντι στον βασιλιά. Και εκείνος απάντησε: «Δεν τον περιφρόνησα ακόμη».
Και όταν τον ξαναρώτησε, «θα υπήρχε περίπτωση να τον περιφρονήσεις;», απάντησε «ναι, μα τον Δία, εάν κατά την συναναστροφή μου μ’ αυτόν δεν διαπίστωνα ότι είναι καλός και αγαθός.»
«Και σαν τι είδους δώρα του πηγαίνεις;»
Κι όταν ο Απολλώνιος του απαρίθμησε την ανδρεία, την δικαιοσύνη και τα σχετικά, «για ποιο λόγο», ρώτησε, «επειδή τάχα δεν τις έχει τις αρετές αυτές;»
«Μα τον Δία», είπε, «για να μάθει και να τις χρησιμοποιεί εάν πράγματι τις έχει.» [...]
Ατενίζοντας τότε ο βάρβαρος τον πλαϊνό του είπε: «Δώρο μας τον στέλνει κάποιος θεός τον άνδρα αυτόν, διότι όταν ένας ενάρετος συναναστρέφεται άλλον ενάρετο, θα καταστήσει πολύ καλύτερο τον βασιλιά μας και σωφρονέστερο και γλυκύτερο, γιατί αυτές οι αρετές διαφαίνονται στον άνδρα.» [...]
Όταν ο βασιλιάς είπε ότι χαίρεται και αγάλλεται με την άφιξη του Απολλωνίου περισσότερο απ’ το αν αποκτούσε τους θησαυρούς Περσών και Ινδών και τους προσέθετε σ’ αυτά που έχει, και ότι τον δέχεται ως φιλοξενούμενο και συγκάτοικο στην βασιλική στέγη, «εάν εγώ βασιλιά», είπε, «όταν ερχόσουν στην πατρίδα μου τα Τύανα, είχα την απαίτηση να κατοικήσεις όπου και εγώ, θα δεχόσουν να κατοικήσεις;»
«Μα τον Δία», είπε, «εάν επρόκειτο να κατοικήσω σε τόσο μεγάλο σπίτι, όσο να δεχθεί τους δορυφόρους και τους σωματοφύλακές μου κι εμένα τον ίδιο με λαμπρότητα.»
«Το ίδιο ισχύει και για μένα», είπε, «διότι εάν κατοικήσω σε σπίτι μεγαλύτερο από τις ανάγκες μου, θα ζήσω άσχημα, αφού η υπερβολή στενοχωρεί τους σοφούς περισσότερο απ’ ότι η έλλειψη εσάς· ας με φιλοξενήσει λοιπόν κάποιος ιδιώτης ο οποίος έχει όσα εγώ, και θα συχνάζω κοντά σου όσο θέλεις.»
Συμφώνησε ο βασιλιάς, για να μην κάνει κατά λάθος κάτι δυσάρεστο, και τον έστειλε να κατοικήσει μ’ έναν ενάρετο Βαβυλώνιο ευγενικής καταγωγής. [...]
Όταν κάποτε ο βασιλιάς τού έδειχνε την σήραγγα κάτω από τον Ευφράτη και τον ρώτησε, «πώς σου φαίνεται το θαύμα αυτό;», ο Απολλώνιος, θέλοντας να υποβαθμίσει το θαυμαστό αυτό έργο, είπε: «Θαύμα θα ήταν, ω βασιλιά, αν μπορούσατε να βαδίζετε με τα πόδια πάνω σ’ αυτό το βαθύ και αδιάβατο ποτάμι.»
Όταν πάλι του έδειχνε τα τείχη των Εκβατάνων και έλεγε ότι αυτά είναι η κατοικία των θεών, είπε: «Θεών δεν είναι εξάπαντος, εάν όμως είναι ανδρών δεν το γνωρίζω· διότι βασιλιά η πόλη των Λακεδαιμονίων κατοικείται ατείχιστη.»
Όταν ο βασιλιάς δίκασε κάποια διαφορά μεταξύ κωμοπόλεων και καυχιόταν στον Απολλώνιο ότι εξέδωσε απόφαση μόλις μετά από δύο ημερών ακρόαση, «άργησες να βρεις το δίκαιο», του είπε.
Και όταν κατέφθαναν από τις υποτελείς επαρχίες σωροί από χρήματα, αφού ο βασιλιάς άνοιξε τα θησαυροφυλάκια, έδειχνε τα χρήματα στον Απολλώνιο, για να τον παρασύρει στην επιθυμία του πλούτου, εκείνος, χωρίς καθόλου να θαμπωθεί, είπε: «Για σένα βασιλιά αυτά είναι χρήματα, για μένα όμως άχυρα.»
«Πώς λοιπόν», ρώτησε ο βασιλιάς, «θα κάνω καλή χρήση αυτών;»
«Εάν τα χρησιμοποιήσεις σωστά», είπε, «διότι είσαι βασιλιάς».
Βίος Απολλωνίου, Βιβλίο Α, Κεφάλαια XXVII-XXXVIII