Translate

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Ο Ιησούς κατά Μάρκον




Ενώ έχουμε δει ότι πολλές από τις σκηνές του Ευαγγελίου του Μάρκου βασίζονται σε λογοτεχνικές νύξεις στις εβραϊκές γραφές, ο ίδιος ο χαρακτήρας του Ιησού βασίζεται στον Παύλο. Είναι σαφές από την ανάλυση του Ευαγγελίου που ονομάζεται Μάρκος ότι ο συγγραφέας αυτής της ιστορίας είχε διαβάσει τις επιστολές του Παύλου και τις χρησιμοποίησε ως έμπνευση για τον χαρακτήρα και τις διδασκαλίες του Ιησού. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός γιατί δείχνει ότι η ευαγγελική ιδέα του Ιησού προήλθε από τα γραπτά του Παύλου, όχι από οποιαδήποτε ανεξάρτητη γνώση ή ιστορίες για ένα πραγματικό πρόσωπο. Αυτό καταδεικνύει περαιτέρω τις λογοτεχνικές εξαρτήσεις της αφήγησης του Ευαγγελίου. Λάβετε υπόψιν ότι οι επιστολές του Παύλου είναι ευρέως αποδεκτό ότι γράφτηκαν κάπου μεταξύ 50 και 65 ΚΕ, ενώ το Ευαγγέλιο του Μάρκου είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι γράφτηκε λίγο μετά το 70 ΚΕ.
 
Ίσως η πιο συγκλονιστική πτυχή αυτού είναι το γεγονός ότι χρειάστηκε τόσος χρόνος για να αναγνωριστεί η σχέση μεταξύ των Ευαγγελίων και των επιστολών του Παύλου. Ωστόσο, το ότι το Ευαγγέλιο του Μάρκου είναι μια φανταστική αλληγορία στην οποία ο χαρακτήρας του Ιησού βασίζεται στον Παύλο δεν είναι μια εντελώς νέα έννοια. Από τότε που ανέπτυξα αυτήν την θέση, έμαθα ότι η ιδέα προτάθηκε από τον Γερμανό μελετητή Gustav Volkmar το 1857, και έχει προωθηθεί πιο πρόσφατα από τον Tom Dykstra στο βιβλίο του, Mark, Canonizer of Paul, το 2012.

Ωστόσο, είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι αυτά τα κείμενα έχουν συνδεθεί μαζί στο ίδιο βιβλίο για χιλιάδες χρόνια, έχουν μελετηθεί από χιλιάδες Χριστιανούς μελετητές, έχουν διαβαστεί από εκατομμύρια ανθρώπους και χρειάστηκε τόσος χρόνος ώστε να αναγνωριστεί και να κατανοηθεί πλήρως η σχέση μεταξύ των επιστολών του Παύλου και του Ευαγγελίου του Μάρκου. Οι συνέπειες εδώ είναι πραγματικά αρκετά εκπληκτικές, ειδικά υπό το φως του γεγονότος ότι ο ίδιος ο Παύλος δηλώνει ότι η γνώση του για τον Ιησού και τις διδασκαλίες του «δεν έχει ανθρώπινη προέλευση» αλλά μάλλον οφείλεται σε «αποκάλυψη». Έτσι, εάν ο Ιησούς του Μάρκου βασίζεται στα γραπτά του Παύλου, τότε ο Ιησούς του Μάρκου δεν έχει καμμία σχέση με κανένα πραγματικό πρόσωπο, γιατί σύμφωνα με τον ίδιο τον Παύλο, η «γνώση» του Παύλου για τον Ιησού δεν προήλθε από κανέναν.

Γαλάτας 1:

Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. 
 
Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. 

Στις επιστολές του Παύλου, ο Παύλος αναφέρει τον Ιησού Χριστό πολλές φορές, αλλά τον περιγράφει ως ένα είδος απόμακρου όντος ή με μεταφορικούς τρόπους, όπως θα εξετάσουμε. Στις επιστολές του Παύλου, ο Παύλος δεν παρουσιάζει τις διδασκαλίες του ως προερχόμενες από τον Ιησού· μιλάει απλώς για τις δικές του διδασκαλίες. Αυτό που βλέπουμε στο Ευαγγέλιο που ονομάζεται Μάρκος, ωστόσο, είναι ότι οι διδασκαλίες που παρουσιάζονται στις επιστολές του Παύλου ως προερχόμενες από τον ίδιο τον Παύλο αποδίδονται τώρα στον Ιησού. Η παραδοσιακή χριστιανική υπόθεση σχετικά με τις ομοιότητες μεταξύ των διδασκαλιών του Παύλου και των διδασκαλιών του Ιησού ήταν πάντοτε ότι οι διδασκαλίες του Παύλου είναι παρόμοιες με τις διδασκαλίες του Ιησού επειδή ο Παύλος έμαθε τις διδασκαλίες του Ιησού μέσω της πρώιμης χριστιανικής κοινότητας και μετέφερε πράγματα που είχε πει ο Ιησούς (παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Παύλος λέει ότι δεν έμαθε τίποτα για τον Ιησού από κανέναν και ότι όλα του ήρθαν σε οράματα).

Αυτό που φαίνεται να ισχύει, ωστόσο, είναι ότι αυτή η υπόθεση είναι εντελώς αντίστροφη. Οι διδασκαλίες του Ιησού που παρουσιάζονται στα Ευαγγέλια είναι παρόμοιες με τις διδασκαλίες του Παύλου, επειδή είναι στην πραγματικότητα διδασκαλίες του Παύλου, οι οποίες αντιγράφηκαν από τις επιστολές του Παύλου από τον συγγραφέα του Μάρκου και εν συνεχεία αντιγράφηκαν σε άλλα γραπτά από το Ευαγγέλιο που ονομάζεται Μάρκος. Οπότε αυτό που πραγματικά βλέπουμε είναι μια αδιάσπαστη αλυσίδα κειμενικού δανεισμού. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές χριστιανικές υποθέσεις, οι οποίες θεωρούν καθένα από τα Ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου ως ανεξάρτητα γραπτά που επιβεβαιώνουν το ένα το άλλο. Αυτά δεν είναι ανεξάρτητα κείμενα που επιβεβαιώνουν το ένα το άλλο. Αντίθετα, αυτό που έχουμε είναι μια αλυσίδα γραπτών που αντιγράφονται το ένα από το άλλο. [...]

Η πρώτη ένδειξη ότι ο συγγραφέας του Μάρκου είχε διαβάσει και χρησιμοποιούσε τις επιστολές του Παύλου προέρχεται από τα βοηθητικά πρόσωπα της ιστορίας.
 
Μάρκος 8:
 
Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε Σίμωνα καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ Σίμωνος, βάλλοντας ἀμφίβληστρον ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων. καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα, καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ.
 
Στο Ευαγγέλιο που ονομάζεται Μάρκος, βρίσκουμε ότι οι τρεις κύριοι μαθητές είναι ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης (στον Μάρκο 3, μας λένε ότι ο Σίμων είναι ο Πέτρος). «Τυχαίνει» ότι, σύμφωνα με τον Παύλο, οι ηγέτες της λατρείας του Ιησού στο Ισραήλ ήταν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης.

Γαλάτας 2:

καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιὰς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας, ἵνα ἡμεῖς εἰς τὰ ἔθνη, αὐτοὶ δὲ εἰς τὴν περιτομήν·

Στις επιστολές του Παύλου, οι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, μαζί με οποιονδήποτε άλλο σχετίζεται με το κίνημα του Ιησού, ονομάζονται όλοι απόστολοι, όχι μαθητές. Ο ίδιος ο Παύλος ήταν απόστολος, που είναι απλώς κάτι σαν ιεραπόστολος, και ο Παύλος είπε ότι ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Πέτρος, καθώς και οι άλλοι, ήταν όλοι απόστολοι σαν αυτόν. Αλλά ο Παύλος δεν υπονόησε ποτέ ότι αυτοί οι άνθρωποι, ή οποιοσδήποτε άλλος, γνώρισαν ποτέ τον Ιησού ή ότι ήταν προσωπικοί μαθητές του. Επί πλέον, στις επιστολές του Παύλου, όπως θα δούμε, ο Παύλος βασικά ισχυρίζεται ότι ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Πέτρος είναι υποκριτές και ότι δεν καταλαβαίνουν το «ευαγγέλιο». Την εποχή που ο Παύλος έγραφε τις επιστολές του, ωστόσο, κάπου γύρω στο 50 ΚΕ, τα Ευαγγέλια δεν είχαν ακόμη γραφτεί. Το «ευαγγέλιο» για το οποίο μιλάει ο Παύλος εδώ είναι απλώς οι διδασκαλίες της λατρείας του Ιησού.

Αυτό που βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο που ονομάζεται Μάρκος είναι ότι η σχέση μεταξύ Ιησού και των Πέτρου, Ιακώβου και Ιωάννη αντικατοπτρίζει την σχέση μεταξύ του Παύλου και αυτών των ατόμων στις επιστολές του Παύλου. Ωστόσο, όλη η παραδοσιακή χριστιανική κατανόηση ως προς αυτά τα άτομα είναι ότι ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης που αναφέρονται στις επιστολές του Παύλου είναι διαφορετικοί Ιάκωβος και Ιωάννης από τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη που αναφέρονται στα Ευαγγέλια. Σύμφωνα με την παραδοσιακή χριστιανική αντίληψη, ο Ιάκωβος που αναφέρεται στις επιστολές του Παύλου είναι κυριολεκτικά ο αδελφός του Ιησού, ενώ ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης που είναι μαθητές του Ιησού στα Ευαγγέλια προφανώς δεν σχετίζονται με αυτόν. [...]

Ας δούμε τώρα σαφή παραδείγματα προφανούς κειμενικού δανεισμού από τον συγγραφέα του Μάρκου από τις επιστολές του Παύλου.

Μάρκος 7:
 
ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.
 
Αυτό μοιάζει πολύ με ένα απόσπασμα από την επιστολή του Παύλου προς Γαλάτας.

Γαλάτας 5:
 
Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε. ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε. εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον. φανερὰ δέ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστι μοιχεία, πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν.
 
Έχετε κατά νου ότι το Ευαγγέλιο που ονομάζεται Μάρκος γράφτηκε δεκαετίες μετά την συγγραφή των έργων του Παύλου, ότι οι διδασκαλίες του Παύλου δεν παρουσιάζονται ποτέ ως διδασκαλίες του Ιησού από τον Παύλο, ότι ο Παύλος ισχυρίζεται ότι δεν έμαθε τίποτα για τον Ιησού από κανέναν άλλο (αν και η αλήθεια αυτού θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση), και ο Παύλος δεν ισχυρίζεται ποτέ ότι έχει κάποια γνώση για τον Ιησού πλην της αποκάλυψης. Έχετε επίσης κατά νου ότι οι επιστολές του Παύλου αντιγράφηκαν και κυκλοφόρησαν πολλές φορές τον πρώτο αιώνα πριν γίνουν μέρος του κανόνα και ότι υπάρχουν πολλές εκδοχές ορισμένων επιστολών με διαφορετική διατύπωση. Θα μπορούσε κάλλιστα το απόσπασμα του Μάρκου να αντιγράφει τον κατάλογο των ελαττωμάτων του απευθείας από μια επιστολή του Παύλου λέξη προς λέξη, αλλά η έκδοσή του ήταν ελαφρώς διαφορετική από την πλέον κανονική έκδοση. Ακόμα και έτσι, η ομοιότητα μεταξύ των δύο αποσπασμάτων είναι εντυπωσιακή. [...]
 
Αυτό, μαζί με πολλά άλλα παραδείγματα παραλληλισμών μεταξύ των κειμένων του Μάρκου και των επιστολών του Παύλου, είναι εξαιρετικά σημαντικό διότι δείχνει ότι τα γραπτά του Παύλου, αντί να επιβεβαιώνουν τις ευαγγελικές αφηγήσεις για τον Ιησού, είναι η πηγή για τον χαρακτήρα του Ιησού στα Ευαγγέλια. Πράγματι, αν μπορούμε να πούμε ότι ο Ιησούς των Ευαγγελίων βασίζεται σε οποιοδήποτε πραγματικό πρόσωπο, αυτό το πρόσωπο είναι ο Παύλος.

Deciphering the Gospels, σελ. 40-60

Αν είχε υπάρξει ο Ιησούς

 


Έρχεται ένα σημείο που δεν έχει πλέον νόημα να δίνουμε στον Ιησού το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψιν συσσωρευμένους θρύλους, ευσεβείς απάτες, τα κριτήρια της αμηχανίας, τις δογματικές διαφωνίες, τα λάθη των γραφέων και τα μεταφραστικά λάθη, υπάρχουν απλώς πάρα πολλά ανεπίλυτα προβλήματα με την προεπιλεγμένη θέση που υποθέτει ότι απλώς έπρεπε να υπήρξε ένα ιστορικό άτομο (ή ακόμη και ένα σύνθετο από αρκετούς πλανόδιους κήρυκες) στο κέντρο του Χριστιανισμού. 
 
Πράγματι, η Καινή Διαθήκη και η εξάπλωση του Χριστιανισμού θα ήταν πολύ διαφορετικά αν ο Ιησούς – ακόμη και ένας απλώς ανθρώπινος Ιησούς – ήταν μια πραγματική ιστορική προσωπικότητα. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν ο Ιησούς ήταν αληθινός; Ακολουθούν μερικά παραδείγματα: 
 
Η Σιγή του Παύλου – και όλων των άλλων

Δεν θα υπήρχε η παράξενη απουσία βιογραφικών πληροφοριών για τον Ιησού από τον Παύλο και από όλους τους άλλους στις πρώτες γενιές Χριστιανών συγγραφέων. Παρεμπιπτόντως, όταν οι δήθεν βιογραφικές πληροφορίες εμφανίζονται για πρώτη φορά δεκαετίες αργότερα στα τέλη του πρώτου αιώνα με το Ευαγγέλιο του Μάρκου, φαίνεται ότι δεν συνδέονται με τις μυθικές λεπτομέρειες του προγενέστερου Χριστού. Αυτή η νέα αφήγηση του Μάρκου είναι σύντομη και σχετικά άκοσμη, και με κάθε διαδοχική έκδοση, αυτή η βασική ιστορία επεκτείνεται, αποκτά περισσότερες λεπτομέρειες, εμπλουτίζεται και διακλαδίζεται σε αμοιβαία ασύμβατες κατευθύνσεις όσο περνά ο καιρός.

Περιττό να πούμε ότι η σιωπή όλων των σύγχρονων σχολιαστών, τόσο κατά την διάρκεια όσο και για δεκαετίες μετά τα χρόνια της διακονίας του Ιησού, δεν έχει νόημα, δεδομένου ότι έχουμε ιστορικά στοιχεία για πολύ λιγότερο ενδιαφέροντα μεσσιανικά πρόσωπα και γεγονότα στην Ιουδαία από την ίδια περίοδο – και αυτό χωρίς να λάβουμε υπόψιν κανένα υποτιθέμενο θαύμα!

Διανομή και Διάδοση

Το κίνημα του Ιησού θα είχε ξεκινήσει από την Γαλιλαία και την Ιουδαία γύρω από την Ιερουσαλήμ, ακτινοβολώντας από εκεί αντί να εμφανίζονται αποκλίνουσες αιρέσεις διάσπαρτες σε όλες τις μακρινές γωνιές της αυτοκρατορίας σε μέρη όπως η Αλεξάνδρεια, η Ελλάδα, η Ρώμη και η Μικρά Ασία.

Ξεχνώντας τον Ιησού

Οι ίδιες πρώιμες χριστιανικές κοινότητες θα ήταν πολύ πιο ομοιογενείς, χωρίς να φαίνονται προσκολλημένες σε μερικά μεμονωμένα αποσπάσματα των διδασκαλιών και της προσωπικότητας του Ιησού, και στην συνέχεια ξεχνώντας ή απλώς εγκαταλείποντας τους υπόλοιπους για να δημιουργήσουν εντελώς ασύμβατες εκδοχές του Ιησού Χριστού τους – ιδιαιτέρως αν οι ίδιες αυτές κοινότητες είχαν ιδρυθεί από μαθητές ή μέλη της οικογένειας του ίδιου του Ιησού.

Ένας Ιησούς που δεν πέθανε ποτέ

Δεν θα υπήρχαν πρώιμες χριστιανικές κοινότητες που δεν είχαν ιδέα ότι ο Ιησούς πέθανε για αμαρτίες (ή ότι πέθανε), όπως αυτή της κοινότητας του Ευαγγελίου του Θωμά. Το Ευαγγέλιό τους όχι μόνο δεν περιέχει καμμία πληροφορία για το μαρτύριο ή τον θάνατό του για να σώσει την ανθρωπότητα από τις αμαρτίες της, αλλά δηλώνει ρητά ότι οι οπαδοί του θα σωθούν μόνο αν δώσουν προσοχή στην μυστική Γνωστική του σοφία (Ευαγγέλιο του Θωμά, Ρήση 1).

Ο Ιησούς Χωρίς Σταυρό – ή Όνομα

Ο Παύλος (ή ίσως ένας ακόμη παλαιότερος Χριστιανός) δεν θα χρειαζόταν να εισαγάγει μια αναφορά στον σταυρό στον προπαυλικό Ύμνο της Κένωσης στους Φιλιππησίους 2:5-11. Είναι συναρπαστικό ότι αυτός ο πρώιμος χριστιανικός ύμνος, ίσως η πιο πρώιμη σωζόμενη χριστιανική γραφή που έχουμε, γιόρταζε την θυσία ενός σωτήρα που πέθανε – αλλά όχι με σταύρωση. Και επί πλέον, ο ίδιος πρώιμος ύμνος συνεχίζει για να μας πει ότι ο σωτήρας δεν έλαβε το όνομα Ιησούς (στα εβραϊκά, «Ο Γιαχβέ σώζει») παρά μόνον αφού πέθανε και εξυψώθηκε.

Αλλά ποιο άλλο όνομα θα μπορούσε να έχει ο Χριστός του Παύλου στο μη αναφερόμενο τμήμα του ύμνου των Φιλιππησίων; Οι Γνωστικοί είχαν σίγουρα πολλά ονόματα για τους διάφορους Χριστούς τους. Ο Price έχει επισημάνει ότι στα κείμενα του Ναγκ Χαμάντι, ο σωτήρας έχει ονόματα όπως Μελχισεδέκ, Σεθ, Δερδέκας, Ζωροάστρης, Τρίτος Φωτιστής και άλλα. Είναι απολύτως πιθανό ο Παύλος να μην είχε ιδέα πώς είχε αρχικά ονομαστεί ο Κύριός του κατά την εποχή του στην γη – αν πίστευε καν ότι ο Ιησούς ήταν στην γη.

Ο Κατάλογος Μαρτύρων του Παύλου

Ο περίεργος κατάλογος των μαρτύρων του Παύλου για τον αναστημένο Χριστό στην Α΄ Κορινθίους (Α΄ Κορ. 15:5-8) δεν θα ερχόταν σε σύγκρουση με τα Ευαγγέλια, και οι ίδιες οι αφηγήσεις των Ευαγγελίων θα αναμενόταν να συμφωνούν περισσότερο μεταξύ τους.

Η προβληματική δυναμική του Παύλου με τους Στύλους της Ιερουσαλήμ θα ήταν πολύ διαφορετική – και πιθανώς πολύ πιο σεβαστική – αν πίστευε ότι ήταν οικογένεια και μαθητές του Ιησού. Αντιθέτως, τους αγνοεί για δεκατέσσερα χρόνια και όταν τελικά έρχεται σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί τους και καλείται να λογοδοτήσει για τον εαυτό του, τους απορρίπτει περιφρονητικά (Γαλ. 2:2-6) ως ανύπαρκτους (!), παρεισάκτους και ψευδαδελφούς. Η σχέση τους είναι τόσο ανταγωνιστική, που ο Λουκάς νιώθει την ανάγκη να ξαναγράψει εντελώς την ιστορία για να την καλύψει.

Διασπάσεις στην Πρώιμη Εκκλησία

Τα πολλά, πολλά ζητήματα που συνέχισαν να συνταράσσουν την πρώιμη εκκλησία (περιτομή, τήρηση του Μωσαϊκού νόμου, φαγητό με απίστους, πίστη έναντι έργων κ.λπ.) θα είχαν λυθεί προ πολλού από τον Ιησού αν είχε πράγματι τοποθετηθεί σχετικά όπως κάνει στα Ευαγγέλια. Για παράδειγμα, ο Πέτρος και ο Παύλος εξακολουθούν να διαφωνούν για τους εβραϊκούς διατροφικούς νόμους – αν και ο Ιησούς δίδαξε ότι όλες οι τροφές είναι καθαρές (Μάρκος 7:14-23), και στις Πράξεις (10:9-16) ο Πέτρος έχει ήδη λάβει ένα όραμα από τον Ιησού ο οποίος του λέει (τρεις φορές) το ίδιο πράγμα ξανά!

Η Ευχαριστία

Ο Παύλος δεν θα είχε κανέναν λόγο να χρειαστεί να εξηγήσει το Δείπνο του Κυρίου, αν ήταν ήδη παράδοση των μαθητών, και θα ήταν πολύ περίεργο γι αυτόν να προσπαθήσει να λάβει τα εύσημα ότι το έλαβε σε ένα όραμα, αν όλοι γνώριζαν ήδη γι αυτό από τους μαθητές. Και με την ίδια λογική, ο Ιωάννης δεν θα μπορούσε να ξεφύγει αποκλείοντας το Δείπνο του Κυρίου από το ευαγγέλιό του.

Προηγούμενες Διδασκαλίες

Οι διδασκαλίες του Ιησού δεν θα εμφανίζονταν στα γραπτά τόσων προγενέστερων συγγραφέων, όπως στην Φαρισαϊκή λογοτεχνία, στα Στωικά και Κυνικά γνωμικά και στους Πυθαγόρειους μύθους.

To Testimonium Flavianum

Δεν θα χρειαζόταν ο Ευσέβιος να πλαστογραφήσει το Testimonium Flavianum τον 4ο αιώνα. Ο Φλάβιος Ιώσηπος θα είχε αναφέρει τον Ιησού, έστω και μόνο ως έναν ακόμη ψεύτικο μεσσία και τσαρλατάνο. Φυσικά, θα μπορούσαμε επίσης να περιμένουμε να αναφέρεται ο Ιησούς ως δάσκαλος, κήρυκας ή λαομάρτυρας από τον Φίλωνα, τον Ιούστο της Τιβεριάδας, τον Νικόλαο από την Δαμασκό και πολλούς άλλους.

Θαύματα και άλλα θεαματικά γεγονότα

Πρέπει να επαναλάβουμε ότι εάν κάποιο από τα θαύματα του Ιησού ή τα άλλα θεαματικά γεγονότα που εμφανίζονται στις ευαγγελικές ιστορίες (π.χ. σεισμοί, υπερφυσικό σκοτάδι, μαζική ανάσταση νεκρών Εβραίων αγίων που βγήκαν από τους τάφους τους και ξεχύθηκαν στους δρόμους της Ιερουσαλήμ κ.λπ. ) είχε συμβεί πραγματικά, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα είχαν παραβλεφθεί από όλες τις σύγχρονες αφηγήσεις – συμπεριλαμβανομένων των υπολοίπων ευαγγελίων!

Αντίδραση των Αρχών

Με την ίδια λογική, αν ο Ιησούς είχε όντως επιστρέψει από τους νεκρούς, είναι εκπληκτικό ότι δεν υπήρξε αντίδραση από τον πληθυσμό ή τις αρχές της Ιερουσαλήμ ή ότι κανείς δεν θα συμφωνούσε πόσο καιρό παρέμεινε στην γη (μόνο ένα απόγευμα; Περισσότερο από μια βδομάδα; Σαράντα μέρες;) προτού αναληφθεί φανερά μέσα από τα σύννεφα στον Ουρανό.

Ταυτότητες των Μαθητών του Ιησού

Δεν θα υπήρχε τόση σύγχυση, παράδοξα πληροφοριακά κενά και ξεκάθαρες αντιφάσεις σχετικά με το ποιοι ήταν οι δώδεκα απόστολοι. Και φαίνεται απίθανο να υπήρχαν τόσοι λογοτεχνικοί (και ίσως και αστρολογικοί) συμβολισμοί συνυφασμένοι στις ιστορίες τους αν οι δώδεκα απόστολοι ήταν πραγματικοί άνθρωποι και όχι φανταστικοί χαρακτήρες.

Ιστορικές Αναφορές του Πρώτου Αιώνα

Θα μπορούσαμε επίσης να περιμένουμε να έχουμε γνήσιες μαρτυρίες, αν όχι γραπτές (καθώς οι απόστολοι υποτίθεται ήταν αναλφάβητοι), τουλάχιστον υπαγορευμένες από τους αποστόλους ή άλλους αυτόπτες μάρτυρες. Με την ίδια λογική, θα περιμέναμε ο Ιησούς ή ο Παύλος να αναφέρονται στα γραπτά των πραγματικών ιστορικών προσώπων που εμφανίζονται στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις.

Η Δίκη του Ιησού

Οι λεπτομέρειες των αφηγήσεων της δίκης του Ιησού θα ήταν πιο συνεπείς, δεν θα ήταν κατάφωρα κατασκευασμένες από τις εβραϊκές γραφές και τόσο γεμάτες εξωπραγματικά λάθη.

Χρονολόγηση

Οι άνθρωποι θα συμφωνούσαν για την ημερομηνία (ή την ημέρα! ή το έτος!) του θανάτου του. Και ίσως δεν είναι υπερβολικό να περιμένουμε ότι οι πηγές θα συμφωνούσαν στις γενικές συνθήκες, αν όχι την ημερομηνία ή το έτος, της γέννησης, του θανάτου, της ανάστασής του και σχεδόν κάθε άλλου γεγονότος της ζωής του Ιησού.

Απουσία του Ιησού σε μεταγενέστερα πρακτικά δικών

Οι αφηγήσεις των δικών του Πέτρου και του Παύλου στις Πράξεις θα ανέφεραν τον Ιησού αντί να αποκαλύπτουν μια ευρέως διαδεδομένη άγνοια για οποιοδήποτε γεγονός σχετικό με την διακονία, την δίκη και την εκτέλεση του Ιησού.

Αντίπαλοι Χριστοί

Δεν θα υπήρχαν τόσα πολλά διαφορετικά είδη Χριστών και Ευαγγελίων που κηρύσσονταν τα πρώτα χρόνια από τους ανταγωνιστές, «ψευδείς» αποστόλους για τους οποίους δυσανασχετεί συνεχώς ο Παύλος (Β΄ Κορ. 11:4, 13-15, 19-20, 22-23. Γαλ. 1:6-9) ή οι «διακινητές των Χριστών» για τους οποίους προειδοποιεί η Διδαχή (12:5), για να μην αναφέρουμε τις πολλές «αληθινές» χριστιανικές φατρίες, όπως αυτή του Απολλώ (Α΄ Κορ. 3:5-9, 22, 4:6), σύμφωνα με τις Πράξεις 18:25 ένας Αλεξανδρινός Εβραίος Χριστιανός, που δίδασκε στην Κόρινθο, ο οποίος φαίνεται να ήταν αρχικά μαθητής του Ιωάννη του Βαπτιστή.

Ιουδαϊκή Θρησκευτική Πολιτική

Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ του Ιησού και των θρησκευτικών αρχών θα ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που παρουσιάζονται στα Ευαγγέλια, τα οποία κάνουν τελείως λάθος σε πολλά βασικά θέματα. Στην πραγματικότητα, οι Φαρισαίοι θα θαύμαζαν, θα υποστήριζαν και θα είχαν αναφέρει τον Ιησού. Όπως αυτοί, αντιτάχθηκε στους σκληρούς εχθρούς τους, τους Σαδδουκαίους, και στάθηκε απέναντι στους Ρωμαίους. Δίδασκε επίσης τις παραβολές τους.

Απτές αποδείξεις

Τέλος, ίσως δεν είναι παράλογο να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να είχαν διατηρηθεί γραπτά, φυσικές αποδείξεις ή πραγματικά λείψανα του Ιησού, αντί για τους σωρούς από απάτες που δεν άρχισαν να εμφανίζονται παρά μόνον τριακόσια χρόνια αργότερα. 
 
Nailed, σελ. 179-185

Χριστιανικές Πλαστογραφίες


 

Ένα από τα πιο συναρπαστικά χαρακτηριστικά του πρώιμου Χριστιανισμού είναι ότι τόσοι πολλοί διαφορετικοί Χριστιανοί δάσκαλοι και χριστιανικές ομάδες λέγανε τόσα πολλά αντίθετα πράγματα. Δεν είναι ότι απλά λέγανε διαφορετικά πράγματα. Συχνά λέγανε ακριβώς τα αντίθετα πράγματα. Υπάρχει μόνον ένας Θεός. Όχι, υπάρχουν πολλοί θεοί. Ο υλικός κόσμος είναι η καλή δημιουργία ενός καλού Θεού. Όχι, προέρχεται από μια κοσμική καταστροφή στο θεϊκό βασίλειο. Ο Ιησούς ενσαρκώθηκε. Όχι, ήταν εντελώς αποκομμένος από την σάρκα. Η αιώνια ζωή έρχεται μέσω λύτρωσης της σάρκας. Όχι, έρχεται μέσω απόδρασης από την σάρκα. Ο Παύλος τα δίδαξε αυτά. Όχι, ο Παύλος δίδαξε άλλα. Ο Παύλος ήταν ο αληθινός απόστολος. Όχι, ο Παύλος παρεξήγησε το μήνυμα του Ιησού. Ο Πέτρος και ο Παύλος συμφωνούσαν σε κάθε θεολογικό ζήτημα. Όχι, βρίσκονταν μονίμως σε αντιπαράθεση ο ένας με τον άλλο. Ο Πέτρος δίδαξε ότι οι Χριστιανοί δεν έπρεπε να ακολουθούν τον Ιουδαϊκό νόμο. Όχι, δίδαξε ότι ο Ιουδαϊκός νόμος εξακολουθούσε να ισχύει. Και λοιπά, και λοιπά, και λοιπά, ένας κόσμος χωρίς τέλος.
 
Όχι μόνον αυτοί σε κάθε πλευρά σε όλες αυτές τις συζητήσεις νόμιζαν ότι είχαν δίκιο και οι αντίπαλοί τους άδικο· επίσης ισχυρίζονταν με κάθε ειλικρίνεια και τιμιότητα ότι οι απόψεις τους ήταν εκείνες που δίδαξαν ο Ιησούς και οι απόστολοί του. Επιπροσθέτως, όλοι, προφανώς, παρήγαγαν βιβλία για να το αποδείξουν, βιβλία που ισχυρίζονταν ότι είχαν γραφτεί από αποστόλους και υποστήριζαν τις δικές τους απόψεις. Αυτό που είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον όλων, η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των αποστολικών βιβλίων ήταν στην πραγματικότητα πλαστά. Οι Χριστιανοί σκοπεύοντας να καθιερώσουν τι ήταν σωστό να πιστεύεις το έκαναν λέγοντας ψέμματα, σε μια προσπάθεια να εξαπατήσουν τους αναγνώστες τους ώστε να συμφωνήσουν ότι εκείνοι ήταν που έλεγαν την αλήθεια. [...]

Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι Χριστιανοί άρχισαν να χαλκεύουν ιστορίες για τον Ιησού μόνο μετά την ολοκλήρωση της Καινής Διαθήκης. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιες ιστορίες δημιουργήθηκαν τα πρώτα χρόνια του χριστιανικού κινήματος. Μερικές από αυτές τις χαλκεύσεις πέρασαν στην Καινή Διαθήκη.
 
Θα μπορούσαμε να μακρηγορήσουμε μιλώντας για αφηγήσεις της Καινής Διαθήκης που υποτίθεται ότι παρουσιάζουν ιστορικά γεγονότα, ενώ στην πραγματικότητα είναι επινοημένες ιστορίες. Τέτοιες αφηγήσεις μπορούν να βρεθούν στις ιστορίες για την γέννηση, την ζωή, τις διδασκαλίες, τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού, καθώς και σε ιστορίες για τους οπαδούς του, όπως ο Πέτρος και ο Παύλος, μετά τον θάνατό του στο βιβλίο των Πράξεων.
 
Όσον αφορά τις ιστορίες της γέννησης του Ιησού, δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς τα μεταγενέστερα Ευαγγέλια, που αναφέρθηκαν παραπάνω, για να αρχίσει να βλέπει τις χαλκευμένες αφηγήσεις· είναι ήδη εκεί στις γνωστές εκδοχές του Ματθαίου και του Λουκά. Δεν υπήρξε ποτέ απογραφή από τον Αύγουστο Καίσαρα που να ανάγκασε τον Ιωσήφ και την Μαρία να πάνε στην Βηθλεέμ λίγο πριν γεννηθεί ο Ιησούς· δεν υπήρξε ποτέ αστέρι που να καθοδηγούσε μυστηριωδώς σοφούς από την Ανατολή στον Ιησού· ο Ηρώδης ο Μέγας δεν έσφαξε ποτέ όλα τα αγοράκια στην Βηθλεέμ· ο Ιησούς και η οικογένειά του δεν πέρασαν ποτέ αρκετά χρόνια στην Αίγυπτο. Αυτές μπορεί να ακούγονται σαν τολμηρές και προκλητικές δηλώσεις, αλλά οι μελετητές γνωρίζουν τους λόγους και τις αποδείξεις πίσω από αυτές εδώ και πολλά χρόνια. [...]

Για πολλούς, πολλούς αιώνες, εικαζόταν απλώς ότι οι αφηγήσεις για τον Ιησού και τους αποστόλους αφηγήσεις τόσο εντός όσο και εκτός της Καινής Διαθήκης περιέγραφαν γεγονότα που πραγματικά συνέβησαν. Οι περισσότεροι αναγνώστες εξακολουθούν να διαβάζουν τις κανονικές περιγραφές με αυτόν τον τρόπο. Αλλά πολλές από αυτές τις ιστορίες δεν είναι ιστορικές αφηγήσεις. Είναι, αντιθέτως, χαλκευμένες περιγραφές, οι οποίες είτε δημιουργήθηκαν εσκεμμένα για να αποδείξουν κάτι είτε απλώς προέκυψαν, κάπως, όταν οι Χριστιανοί μετέδωσαν «πληροφορίες» για τον Ιησού και όσους συνδέονταν με αυτόν. [...]

Σίγουρα τα ψέμματα που κατασκεύασαν οι πλαστογράφοι των πρώιμων χριστιανικών κειμένων δεν ειπώθηκαν για να προστατεύσουν την ζωή και την υγεία. Ειπώθηκαν προκειμένου να παραπλανήσουν τους αναγνώστες να πιστέψουν ότι οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων ήταν καθιερωμένα πρόσωπα με εξουσία. Εάν αυτά τα κείμενα παρήχθησαν από αξιόπιστες αρχές, τότε αυτά που λένε για το τι πρέπει να πιστεύουμε και πώς να ζούμε πρέπει να είναι αλήθεια. Οι αληθινές διδασκαλίες βασίστηκαν σε ψέμματα.
 
Ταυτοχρόνως, οι συντάκτες αυτών των ψεμμάτων ήταν αναμφίβολα όπως σχεδόν όλοι οι άλλοι στον κόσμο, αρχαίοι και σύγχρονοι· και αυτοί μάλλον δεν ήθελαν να τους λένε ψέμματα και να τους εξαπατούν. Αλλά για δικούς τους λόγους ένιωθαν υποχρεωμένοι να λένε ψέμματα και να εξαπατούν τους άλλους. Σε αυτόν τον βαθμό δεν ανταποκρίθηκαν σε μία από τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής παράδοσης, που διδάχθηκε από τον ίδιο τον Ιησού, ότι πρέπει να «κάνετε στους άλλους όπως θα θέλατε να κάνουν σε εσάς». Ενδεχομένως να ένιωσαν ότι στην περίπτωσή τους ο Χρυσός Κανόνας δεν ίσχυε. Αν είναι έτσι, σίγουρα θα εξηγούσε γιατί τόσα πολλά από τα γραπτά της Καινής Διαθήκης ισχυρίζονται ότι γράφτηκαν από αποστόλους, ενώ στην πραγματικότητα δεν γράφτηκαν από αυτούς.
 
Forged, σελ. 218, 239-40, 265

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

Τι πίστευαν οι πρώτοι Χριστιανοί;

 

 
Αντίθετα με αυτά που πιστεύουν σήμερα οι περισσότεροι Χριστιανοί, ο πρώιμος Χριστιανισμός δεν υπήρξε ποτέ ως ενιαίο δόγμα το οποίο διαχωρίστηκε σε αιρέσεις αργότερα. Οι αιρέσεις υπήρχαν εξ αρχής, με αρκετά διαφορετικές απόψεις ως προς θεμελιώδη ζητήματα της θρησκείας. Μία από αυτές για παράδειγμα ήταν ο Δοκητισμός ο οποίος δεν πίστευε ότι ο Ιησούς είχε όντως πεθάνει και αναστηθεί αλλά το σώμα του ήταν κάτι σαν φάντασμα. Ουσιαστικά εκείνοι οι Χριστιανοί πίστευαν σε έναν αιθέριο Ιησού ο οποίος ουδέποτε περπάτησε επί της γης (κάτι τέτοιο φαίνεται και στις επιστολές του Παύλου). Η εκ πρώτης όψεως εξωπραγματική αυτή θέση υποστηρίζεται και από τα κείμενα δύο Χριστιανών απολογητών του 2ου αιώνα οι οποίοι απλώς και πέρα από κάθε προσδοκία αγνοούν τελείως τον Ιησού.
 
Ο πρώτος είναι ο φιλόσοφος και απολογητής Αθηναγόρας ο οποίος στο έργο του Πρεσβεία περί Χριστιανών υπερασπίζεται την χριστιανική πίστη απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Αυρήλιο. Αν και παρουσιάζει εκτενώς τις χριστιανικές διδασκαλίες και αναφέρεται στους Μωυσή, Ησαΐα, Ιερεμία και λοιπούς προφήτες, εν τούτοις δεν υπάρχει η παραμικρή μνεία στον Ιησού (πλην μιας αόριστης αναφοράς σε κάποιον γιο του θεού). Η ίδια σιγή παρατηρείται και στο δεύτερο έργο του Περί Αναστάσεως Νεκρών όπου και πάλι δεν διαβάζουμε τίποτα για τον Ιησού, την ανάστασή του ή τους νεκρούς που ανέστησε.
 
Το ίδιο συμβαίνει με τον Επίσκοπο Αντιοχείας Θεόφιλο. Στο απολογητικό του έργο Προς Αυτόλυκον δεν αναφέρει κανέναν Χριστό αλλά λέει ότι οι Χριστιανοί ονομάζονται έτσι επειδή έχουν χριστεί με το έλαιο του θεού:
 
τοιγαροῦν ἡμεῖς τούτου εἵνεκεν καλούμεθα χριστιανοὶ ὅτι χριόμεθα ἔλαιον θεοῦ
 
Περισσότερο συγκλονιστική είναι η επόμενη παράγραφος όπου ο Θεόφιλος καταπιάνεται με το θέμα της αναστάσεως των νεκρών. Ο Αυτόλυκος λοιπόν του ζητάει να του δείξει έστω έναν αναστημένο νεκρό:
 
Δεῖξόν μοι κἂν ἕνα ἐγερθέντα ἐκ νεκρῶν, ἵνα ἰδὼν πιστεύσω
 
Και τι του απαντάει ο Θεόφιλος; Τίποτα απολύτως! Ούτε λέξη για την ανάσταση του Ιησού. Αναγκάζεται να καταφύγει σε γενικότητες για τους ... καρπούς των δένδρων και τον κύκλο της σελήνης. Στο δε τρίτο βιβλίο όπου καταφέρεται εναντίον των ελληνικών δοξασιών, αναφέρεται μόνο σε πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης:

- Τούτου μὲν οὖν τοῦ θείου νόμου διάκονος γεγένηται Μωσῆς

- Περὶ μὲν οὖν τῆς μετανοίας Ἠσαΐας ὁ προφήτης

- καὶ ἕτερος προφήτης Ἐζεχιήλ φησιν

-  καὶ ἕτερος, Ἱερεμίας

- Σολομὼν μὲν οὖν, ὁ βασιλεὺς καὶ προφήτης γενόμενος
 
Και όταν τελικά φτάνει στις χριστιανικές διδασκαλίες, δεν αναφέρει κανέναν Ιησού ή έστω τον Κύριο αλλά την... φωνή του ευαγγελίου:
 
ἡ δὲ εὐαγγέλιος φωνὴ ἐπιτατικώτερον διδάσκει περὶ ἁγνείας λέγουσα

Το έργο μάλιστα κλείνει με μια χρονογραφία από την δημιουργία του κόσμου μέχρι τον Αυρήλιο. Και πάλι δεν υπάρχει ούτε νύξη για τον Ιησού. Έχουμε λοιπόν συγγραφείς οι οποίοι αν και Χριστιανοί, αγνοούν πλήρως κάποιον Χριστό ο οποίος είχε ζήσει λίγες δεκαετίες πριν και είχε διδάξει όλα όσα πρεσβεύουν ενώ ταυτοχρόνως πέθανε και αναστήθηκε, καθώς τα ευαγγέλια που διαθέτουν προφανώς δεν γράφουν τίποτα σχετικό.
 
Η ύπαρξη αυτών των δοξασιών μαρτυρείται σαφώς και στην Καινή Διαθήκη. Στην πρώτη επιστολή Ιωάννου διαβάζουμε για κάποιους αντίχριστους ψευδοπροφήτες οι οποίοι βρίσκονται ήδη στον κόσμο και δεν ομολογούν την ενσάρκωση του Ιησού (4:1):

πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον [...]   καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη.

Ομοίως στην δεύτερη επιστολή Ιωάννου (1:7):
 
ὅτι πολλοὶ πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον, οἱ μὴ ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καὶἀντίχριστος.
 
Προκύπτει λοιπόν το απροσδόκητο γεγονός της ύπαρξης Χριστιανών οι οποίοι αγνοούσαν τελείως κάποιον θαυματοποιό προφήτη από την Γαλιλαία ονόματι Ιησού (ή θεωρούσαν ότι επρόκειτο για ουράνιο ον) κάτι που αποδεικνύει ότι οι απαρχές του Χριστιανισμού είναι πολύ διαφορετικές από τις παραδεκτές.

Ο αιρετικός Μαρκίων

 


 

Ποιος ήταν ο Μαρκίων;

Ήταν σίγουρα ο πιο αμφιλεγόμενος και ταυτοχρόνως ο σημαντικότερος θεολόγος του δεύτερου αιώνα, το πρόσωπο του οποίου η πραγματική σημασία τόσο για την προέλευση όσο και, όπως θα δούμε, για το περιεχόμενο του σημερινού βιβλικού κανόνα μας, ήτοι την συλλογή των είκοσι επτά κειμένων της Καινής Διαθήκης, μέχρι σήμερα ελάχιστα αναγνωρίζεται. Για τους αντιπάλους του, τους Καθολικούς Χριστιανούς, ο Μαρκίων ήταν καθαρά και απλά ο «κύριος αιρετικός», η ενσάρκωση του κακού, ο «πρωτότοκος του Σατανά». Από την άλλη, οι φίλοι και οι οπαδοί του τον τιμούσαν ως τον μεγάλο χριστιανό δάσκαλο. Όταν έβλεπαν  προς τον ουρανό, τον είδαν να στέκεται στα αριστερά του Χριστού (η δεξιά πλευρά προοριζόταν για τον Παύλο). 
 
Η έχθρα της Καθολικής Εκκλησίας εκείνη την εποχή για τον αρχιαιρετικό είναι εύκολο να εξηγηθεί αν σκεφτεί κανείς ότι στην εποχή τους ο Μαρκίων και οι οπαδοί του αντιπροσώπευαν έναν από τους ισχυρότερους και πιο επικίνδυνους ανταγωνιστές τους. Ο Μαρκίων δεν ήταν μόνο δάσκαλος, αλλά ήταν επίσης ενεργός ως ιδρυτής των δικών του εκκλησιών, οι οποίες ονομάστηκαν από αυτόν (όπως οι Λουθηρανοί ονομάστηκαν αργότερα από τον Λούθηρο) και διαδόθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο από την Ρώμη μέχρι την Έδεσσα (σημερινή Συρία).
 
Τον δεύτερο και τρίτο αιώνα η εκκλησία των Μαρκιωνιτών ήταν απλώς η αντίθεση στην Καθολική εκκλησία και για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ανώτερη από αυτήν σε δύναμη και επιρροή. «Η αιρετική παράδοση του Μαρκίωνα έχει γεμίσει ολόκληρο τον κόσμο», παραπονιέται ακόμη ο Καθολικός Τερτυλλιανός (ακολουθώντας τον Ιουστίνο) στις αρχές του τρίτου αιώνα, στο έργο μαμούθ του εναντίον του Μαρκίωνα, που είχε ως μοναδικό σκοπό την εξόντωση της καταραμένης αίρεσης των Μαρκιωνιτών. Ακόμα και ο αντίπαλος των Χριστιανών Κέλσος, στην διαμάχη με τον Ωριγένη, αντιλαμβανόταν ότι «Χριστιανοί» σήμαινε κυρίως Μαρκιωνίτες Χριστιανοί – κάτι που επιτρέπει ένα σημαντικό συμπέρασμα σχετικά με την εξάπλωση του Μαρκιωνισμού αυτή την εποχή. [...]

Ως πλοιοκτήτης και έμπορος, ο Μαρκίων πιστεύεται ότι διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Μικρά Ασία, όπου προφανώς απέκτησε μεγάλο χρηματικό ποσό, ώσπου τελικά, «ήδη γέροντας» (πιθανώς γύρω στα 60), «μετά τον θάνατο του επισκόπου Υγίνου» (140 ΚΕ), ήρθε στην Ρώμη. Το αν και σε ποιο βαθμό ο Μαρκίων ήταν ήδη ενεργός ως ιεραπόστολος πριν έρθει στην Ρώμη, αμφισβητείται. Ενώ ο Harnack και άλλοι ερευνητές πιστεύουν ότι ο Μαρκίων άρχισε να ιδρύει δικές του χριστιανικές εκκλησίες μόνο μετά την παραμονή του στην Ρώμη, πολλοί μελετητές είναι της άποψης ότι ο Μαρκίων άρχισε ήδη να χτίζει την Εκκλησία του πριν έρθει στην Ρώμη. Σε γενικές γραμμές, η τελευταία άποψη φαίνεται πολύ πιο εύλογη. Δεδομένου ότι ήδη από τα μέσα του αιώνα ο καθολικός Ιουστίνος μπορεί να παρατηρήσει ότι οι εκκλησίες των Μαρκιωνιτών είναι διασκορπισμένες σε ολόκληρο τον κόσμο (Apol., 1.58), ο Μαρκίων πρέπει να είχε ήδη δραστηριοποιηθεί ως ιεραπόστολος και να είχε ιδρύσει τις δικές του εκκλησίες πριν από την διαμονή του στην Ρώμη, όπου αυτές οι εκκλησίες, φυσικά, θα μπορούσαν να έχουν μια χαλαρή σχέση με την Καθολική εκκλησία της Ρώμης. Η τεράστια εξάπλωση των Μαρκιωνικών εκκλησιών σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου δεν μπορεί να εξηγηθεί αν αυτό συνέβη σε μιάμιση δεκαετία, πλην του γεγονότος ότι δύσκολα μπορεί κανείς να πιστώσει ένα τόσο γιγάντιο ιεραποστολικό επίτευγμα σε έναν άνθρωπο που ήταν ήδη «κάπως ηλικιωμένος».
 
Στην Ρώμη συμβαίνει τώρα ένα γεγονός με μεγάλη σημασία για την περαιτέρω ανάπτυξη της εκκλησιαστικής ιστορίας: ο Μαρκίων αφορίζεται (πιθανώς το 144 ΚΕ, τον Ιούλιο;). Από αυτή την στιγμή, η Μαρκιωνική και η Καθολική Εκκλησία ήταν αντίθετες μεταξύ τους, όπως στην δική μας εποχή, για παράδειγμα, ο Προτεσταντισμός και ο Καθολικισμός βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. [...]

Η τεράστια επιτυχία που είχε το μήνυμα του Μαρκίωνα στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και θα συνέχιζε να έχει Όπως έδειξε ο W. Bauer, η πλειονότητα των εκκλησιών στην Ελλάδα, την Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή φαίνεται να ήταν Μαρκιωνικές δεν μπορούσε να επαναληφθεί στην Δύση. Όπως δείχνει ο αφορισμός του το 144 ΚΕ, μετά από παρατεταμένους δισταγμούς ο Μαρκίων έλαβε μια σαφή απόκρουση. Σε αυτό συνέβαλε ασφαλώς το γεγονός ότι στην ρωμαϊκή εκκλησία, όπου ο Μαρκίων παρουσίασε την θεολογία του, οι Εβραίοι Χριστιανοί είχαν ιδιαιτέρως μεγάλη επιρροή. Φυσικά, δεν μπορούσαν να δεχτούν την Μαρκιωνική διδασκαλία με κανέναν τρόπο και προφανώς μπορούσαν να την εκλάβουν μόνον ως μια από τις χειρότερες βλασφημίες κατά του Θεού του Ισραήλ.  
 
Μετά τον αφορισμό του στην Ρώμη, ο Μαρκίων σύντομα εξαφανίστηκε από την σκηνή. Σε μια επιστολή που υποτίθεται ότι ήταν ακόμη γνωστή στον Τερτυλλιανό, φαίνεται ότι υπερασπίστηκε τον εαυτό του ενάντια στις κατηγορίες που του είχαν απαγγελθεί. Δυστυχώς, ωστόσο, όπως τόσα πολλά έγγραφα που θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για εμάς σε αυτήν την περίπτωση, αυτή η επιστολή έχει «χαθεί». Δεν γνωρίζουμε, λοιπόν, πώς αντέδρασε ο ίδιος ο Μαρκίων στις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον του. Γνωρίζουμε μόνο ότι η Μαρκιωνική εκκλησία συνέχισε να ανθίζει στο δεύτερο μισό του δεύτερου αιώνα και ότι οι «συναγωγές των Μαρκιωνιτών» και οι εκκλησίες των Μαρκιωνιτών υπήρχαν ακόμη περισσότερο καιρό σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς απογοήτευση των Καθολικών Χριστιανών, οι οποίοι έπρεπε να περιμένουν τον Καίσαρα Κωνσταντίνο ώστε να αποτελειωθούν επιτέλους οι απεχθείς «αιρετικοί». [...]

Εδώ θα τονίζαμε μόνο ότι προφανώς δεν θα ήταν αρκετό αν ο Μαρκίων είχε επικαλεστεί την δική του κρίση ως βάση για την θεολογία του. Στους κύκλους που απευθυνόταν αυτό δεν θα ήταν αποδεκτό. «Την εποχή εκείνη ήταν απαραίτητη η νομιμοποίηση της αναπτυσσόμενης εκκλησίας και η προσφυγή σε έγγραφα που προέρχονται από τον Χριστό και τους αποστόλους. Ο τάδε Γνωστικός δεν κυκλοφόρησε κάποια έκδοση, αλλά είχε εμπνευστεί από τον Παύλο ή τον Πέτρο, ή ακόμη και λόγια του ίδιου του Κυρίου ξαφνικά βγήκαν από το στόμα του». Όπως και οι αντίπαλοί του, αν ήθελε να πετύχει κάτι, ο Μαρκίων εξαρτιόταν από έγγραφα από το αποστολικό παρελθόν, και, πράγματι, προφανώς σε τέτοιο βαθμό που κάποιος έχει σχεδόν την αίσθηση ότι αν ο Μαρκίων δεν είχε τις επιστολές του Παύλου, θα έπρεπε απλά να τις κατασκευάσει.
 
Θα ήταν σίγουρα χάσιμο χρόνου αν προσπαθούσαμε να αποσπάσουμε μια παραδοχή από τον Μαρκίωνα για το εάν αυτός και/ή οι συνεργάτες του πλαστογράφησαν τις Παυλικές επιστολές, ή τουλάχιστον μερικές από αυτές. Δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι τέτοιο δηλαδή την παραδοχή, όχι την πλαστογραφία! από έναν τόσο οξυδερκή θεολόγο και εκκλησιαστικό όπως ο Μαρκίων. Δύσκολα θα ήταν τόσο αφελής ώστε να αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό του. Ωστόσο, υπάρχει μια υπόδειξη που πρέπει να μας κάνει να ακούσουμε πολύ προσεκτικά: οι Μαρκιωνίτες ισχυρίστηκαν ότι ο κύριός τους είχε βρει μια επιστολή του Παύλου (αυτή προς τους Γαλάτες)! Ας στρέψουμε για λίγο την προσοχή μας στο ακόλουθο εξαιρετικά ενδιαφέρον απόσπασμα από τον Τερτυλλιανό (ΑΜ 4.3): Σε αυτό το απόσπασμα, ο Τερτυλλιανός αμφισβητεί τον ισχυρισμό του Μαρκίωνα ότι το sacramentum (= μυστικό) της χριστιανικής θρησκείας ξεκίνησε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, που για τον Μαρκίωνα ήταν ο Ευαγγελιστής. Ο Τερτυλλιανός επισημαίνει ότι, αντιθέτως, ήδη πριν τον Λουκά υπήρχε μια έγκυρη μαρτυρία (ήτοι, μέχρι τους αποστόλους) μέσω της οποίας ο ίδιος ο Λουκάς έγινε για πρώτη φορά πιστός. Παρά ταύτα, συνεχίζει ο Τερτυλλιανός, ο Μαρκίων έπεσε στην επιστολή του Παύλου προς τους Γαλάτες, στην οποία κακολογεί ακόμα και τους αποστόλους επειδή δεν βαδίζουν σύμφωνα με την αλήθεια του ευαγγελίου κλπ: Sedenim Marcion nactus epistolam Pauli as Galatas... («Αλλά τώρα, αφού ο Μαρκίων ανακάλυψε την επιστολή του Παύλου προς τους Γαλάτες...»). Nancisci σημαίνει «να βρεις κατά λάθος» (π.χ., ένα κατάλληλο λιμάνι: idoneum portum). Ο Τερτυλλιανός φαίνεται ξεκάθαρα να υπαινίσσεται εδώ τον ισχυρισμό των Μαρκιωνιτών, ή του ίδιου του Μαρκίωνα, ότι ο Μαρκίων τυχαία και ευτυχώς «ανακάλυψε» την επιστολή του Παύλου προς τους Γαλάτες. Όπως γνωρίζουμε κατά τα άλλα από την ιστορία των ψευδεπιγράφων και της λογοτεχνικής πλαστογραφίας, η δημοσίευση τέτοιων γραπτών, κατά κανόνα, τείνει να προηγείται από την «ανακάλυψή» τους. Ωστόσο, κάποια αβεβαιότητα παραμένει, καθώς από την έννοια του nancisci δεν είναι απολύτως σαφές εάν ανακαλύφθηκε κάτι που ήταν ήδη διαθέσιμο, το οποίο ο Μαρκίων δεν γνώριζε μέχρι τότε.
 
The Fabricated Paul, σελ. 106-119

Περί της Περεγρίνου τελευτής

 



Το Περί της Περεγρίνου τελευτής είναι ένα έργο του Λουκιανού για κάποιον Κυνικό φιλόσοφο ονόματι Περεγρίνο ο οποίος σύμφωνα με τον Λουκιανό ονόμαζε τον εαυτό του Πρωτέα (υπενθυμίζεται ότι ο Απολλώνιος κατά την παράδοση ήταν η ενσάρκωση του Πρωτέα). Περιπλανήθηκε σε διάφορες χώρες και τελικά αυτοκτόνησε πέφτοντας σε μια πυρά που είχε ανάψει ο ίδιος. Ο Λουκιανός δίνει κάποιες περίεργες πληροφορίες γι’ αυτόν οι οποίες έχουν ως εξής:

«Τότε δε εμυήθη και εις την θαυμαστήν σοφίαν των Χριστιανών, των οποίων τους ιερείς και διδασκάλους εγνώρισε εις την Παλαιστίνην [...] Εντός ολίγου μάλιστα τους υπερέβη γενόμενος προφήτης και αρχηγός και πρόεδρος των συναθροίσεων αυτών και συγκεντρώσας πάσαν εξουσίαν και κύρος εις τας χείρας του. Όχι μόνον εξήγει και διεσαφήνιζε τα ιερά των βιβλία, αλλά και πολλά συνέγραφε και οι Χριστιανοί τον εθεώρουν ως θεόν και ως νομοθέτην τον μετεχειρίζοντο και προεστώτα τον ανεγνώριζον.»

Εάν δεχτούμε τα ανωτέρω, είναι απορίας άξιον ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο «Κυνικός» (τον οποίο η χριστιανική παράδοση αγνοεί), ο οποίος κατόρθωσε να αποκτήσει τέτοιο κύρος. Είναι δυνατόν αυτός ο Περεγρίνος να ήταν απλώς μια λογοτεχνική επινόηση του Λουκιανού βασισμένη στον Απολλώνιο;

Σημείωση: Το Περεγρίνος δεν είναι πραγματικό όνομα. Στα λατινικά σημαίνει προσκυνητής από το ρήμα peregrinor το οποίο σημαίνει ταξιδεύω, περιπλανιέμαι.

Ο Ναζαρηνός

 



Αυτή η ενδιαφέρουσα ελαιογραφία του 1874 είναι έργο του N. B. Starr και απεικονίζει τον Απολλώνιο. Υποτίθεται ότι ο καλλιτέχνης ήταν μέντιουμ και την ζωγράφισε κατεχόμενος από ένα πνεύμα ονόματι Ραφαήλ. Λέγεται ότι στην γωνία του πίνακα υπήρχε η επιγραφή:

«The Nazarene, painted by Raphael through N. B. Starr.»

Αν αυτό είναι αλήθεια, αυτή είναι μάλλον η πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία που ο Απολλώνιος ταυτοποιείται ως ο Ιησούς της Καινής Διαθήκης. Η ελαιογραφία πάντως είναι αξιόλογη και θυμίζει σαφώς τις αγιογραφίες του Ιησού.